Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Μήνα ρώτησε καμμιά βολά για να μάθη; Τι τον έγνοιαζε για να ρωτήση; Κ' ύστερα, σα γέροντας, έλεγε, πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για τη τσομπάνικη ζωή· και να ρωτήση τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννινα, του 'ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κ' έτσι τάπλασε αυτός στο λογισμο του σα μεγάλο τσελιγκάτο.

Τους πιάνει αμέσως και διατάζει τους γενναίους του να τους πάνε στη φυλακή. — Δε μεταχειρίζονται έτσι τους ξένους στο Ελδοράδο, είπε ο Αγαθούλης. — Είμαι περισσότερο από κάθε άλλη φορά μανιχαίος, είπε ο Μαρτίνος. — Αλλά, κύριε, πού μας πάτε; ρώτησε ο Αγαθούλης. — Στο μπουδρούμι, απάντησε ο αστυνόμος.

Κοκκίνισε και ντρεπόταν που κοκκίνιζε, αλλά αμέσως πήρε θάρρος και ρώτησε. «Μπορώ να πω κάτι; Εάν είναι λάθος, σαν να μην το είπα.» «Μίλησε.» «Το παιδί δεν μου φαίνεται κακό. Ανατράφηκε άσχημα μέχρι τώρα. Έχασε τους γονείς του τη χειρότερη στιγμή γι’ αυτόν και απόμεινε σαν ένα ολομόναχο παιδί μέσα στους πέντε δρόμους και έτσι χάθηκε. Πρέπει να τον ξαναφέρουμε στο σωστό δρόμο.

Μάλιστα, έπεσε στο δόκανο αλλά κατάφερε να ξεφύγει και βρισκόταν εκεί με σπασμένο πόδι και με κοίταζε με δυο μάτια σαν άνθρωπος. Του έδεσα το πόδι, αλλά μετά έκανε πυρετό. Έκαιγε μέσα στα χέρια μου σαν να ήταν ένα κουβάρι φωτιά και μετά μελάνιασε για τα καλά και ψόφησε.» Ο Έφις κάθισε μπροστά στο καλύβι κοιτάζοντας μακριά. «Τι λες» ρώτησε σοβαρά, «ο ντον Πρέντου θα με ξαναπάρει στη δούλεψή του

Έβλεπε να καταπίνη ξύλα κι ό,τι ετύχαινε στο ρέμα της· να χάνωνται μαφρούς τα νερά, να βυθίζουν στη μέση της. Ρώτησε ο Αργύρης μαπορία και τρόμο κι άλλους Αρκαδινούς τσοπάνηδες και καθένας τους τούλεγε και μιαν άλλη ιστορία.

Κοίταξε με ορθάνοιχτα τα μάτια και αναγνώρισε τη Νοέμι, αλλά πίσω της, ταχτοποιώντας της τα τριαντάφυλλα στο καπέλο και τις πτυχές στο φόρεμα, στεκόταν η ντόνα Έστερ, που με τις άκριες από το σάλι της σαν μαύρες φτερούγες ριγμένες στους ώμους, του φάνηκε σαν να ήταν η σκιά της νύφης. «Καλά δεν είμαι έτσι;», ρώτησε η Νοέμι όρθια μπροστά του, διορθώνοντας τις μανσέτες της. «Δε νομίζεις πως είναι στενό αυτό το φόρεμα; Είναι της μόδας.

Έφυγε καμμιά φορά να πάη να ιδή τους γονιούς του· μα σαν ξαναγύρισε την άλλη την ημέρα, του κλείσανε την πόρτα. Άλλα περίμενε κι' άλλα βρήκε. Τακούς; — Κ' η παπαδοπούλα μαθές τον απαρνήθηκε; ρώτησε Γιάννης ο Μελαχροινός ξερά-ξερά. — Πρώτα αυτή. Παράξενο σου φαίνεται; Γαμπρό δεν ήθελε μαθές πραμματευτή, ούτε βοσκό στο λόγγο να γυρίζη, να τον τρώη η ψείρα και η κόνιδα.

Άσε με ήσυχο! έκανε ο Γιώργης. Δεν έχω όρεξι για κουβέντες... Ο Σταύρος τον κύτταξε λοξά, έστρηψε το μουστάκι του, ξερόβηξε και, κάνοντας ένα γέλιο παράξενο, βγήκε απ' την ταβέρνα σφυρίζοντας χωρίς να χαιρετήση κανένα. — Έχετε τίποτε; ρώτησε ο Μήτσος σε λίγο. — Τι νάχωμε; είπε ο Γιώργης· στο σπίτι του μέσα δεν είνε αφέντης κανένας; — Θέλει και ρώτημα;

Και τα πήρε ένα παράπονο, γιατί τώρα μετανοούσαν που το μαρτύρησαν στον βασιλιά. Τότε το κυπαρρίσι ρώτησε ένα συννεφάκι κόκκινο που περνούσε δίπλα του: — Μην είδες το βασιλόπουλο; Και το συννεφάκι του αποκρίθηκε: — Το είδα που περνούσε ένα άγριο ποτάμι. Και τα νερά του ποταμιύυ γινήκανε πιο κόκκινα από μένα. Και σαν επέρασε το ποτάμι, πήρε πάλι τα βράχια και τα γκρεμνά.

Τότε ο πραγματικός τυφλός έσκυψε επάνω στον ψεύτικο και τον ρώτησε μέσα από τα δόντια, χαμηλόφωνα: «Γιατί το έκανες αυτό, φαρισαίε;» «Επειδή έτσι μου άρεσε.» Ο Έφις χαμογελούσε. Ο τυφλός έβλεπε αυτό το χαμόγελο και εξοργιζόταν. Όλη η οργή του προς τον σύντροφό του τον κλέφτη στράφηκε προς τον καλό σύντροφο. «Δεν θέλω πια να πηγαίνω μαζί σου∙ καλύτερα να πέσω καταγής και να περιμένω το θάνατο.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν