Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Και ο Τζατσίντο, με αφηρημένο βλέμμα, ξανάρχισε τις ιστορίες για τα μυθικά πλούτη των Στεριανών Κυρίων, για τις κακές τους συνήθειες και τη διαφθορά τους. «Και αυτοί είναι άνθρωποι ευχαριστημένοι;» ρώτησε ο Έφις, σχεδόν θυμωμένα. «Κι εμείς είμαστε άνθρωποι ευχαριστημένοι;» «Εγώ ναι, κύριε μου! Πιείτε, πιείτε και κάντε κουράγιο!»
Έπειτα, ξαφνικά, συνεχίζοντας τις σκέψεις της, ρώτησε: «Και ο ντον Τζατσιντίνο δεν θα έρθει;» Η Νοέμι πήρε αυστηρό ύφος, επειδή δεν επέτρεπε σε κανένα να ανακατεύεται στα πράγματα του σπιτιού της. «Εάν έρθει, καλώς να ορίσει», απάντησε ψυχρά, αλλά μόλις έφυγε η γριά ξανάπιασε το μίτο των συλλογισμών της. Ζούσε τόσο έντονα το παρελθόν, που το παρόν δεν την ενδιέφερε πια σχεδόν καθόλου.
Είχαν απομείνει μόνο τα μικρά κίτρινα μήλα του Σαν Τζοβάνι. Του φάνηκε πως ονειρεύεται. Κάθισε και ρώτησε: «Πού είναι οι άλλες; Τι έγινε;» «Η Έστερ είναι στην εκκλησία, η Νοέμι είναι επάνω», είπε η ντόνα Ρουθ, σκυμμένη επάνω από τον καφέ.
Ο τυφλός χαμήλωσε μια στιγμή το κεφάλι, ψαύοντας το κομπόδεμα με τα κέρματα: δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται από την απόφαση του αγνώστου. Τον ρώτησε μόνο: «Κι εσύ ζητιάνος είσαι;» «Ναι», είπε ο Έφις, «δεν το κατάλαβες;» «Εντάξει τότε, πάρ’ το, κράτα το εσύ.» Και του έδωσε το κομπόδεμα με τα χρήματα. Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο Από εκεί πήγαν στο πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος.
Ναι, πείτε του: άφησε ήσυχη την Γκριζέντα ή παντρέψου την.» «Εγώ πρέπει να του το πω; Και γιατί εγώ ειδικά;», ρώτησε η Νοέμι και αφού η άλλη με τη σειρά της την κάρφωνε με το βλέμμα χωρίς να απαντά, της δημιουργήθηκε μια οδυνηρή εντύπωση: της φάνηκε ότι η γριά ήξερε. Χαμήλωσε το βλέμμα και συνέχισε με ύφος ψυχρό και απότομο: «Δεν θα του πω τίποτα!
— Όμως τάγραψαν οι πάπποι μας. — Και νομίζεις εσύ πως για τις μωρίες που γράφει σήμερα ο δείνας και ο τάδες θα είνε υπεύθυνα μεθαύριο τ' αγγόνια τους ... Μην τα καταριέσαι για το θεό. — Αστειεύεσαι; τον ρώτησε ο Περαχώρας. — Δεν αστειεύομαι καθόλου· λέω τα πράματα όπως είνε.
Θα πάω να ψάξω στο σπίτι σας και μετά θα το σκάσω για τις μεγάλες πόλεις!» «Νομίζεις πως στις μεγάλες πόλεις καλοπερνάνε;», ρώτησε η ντόνα Ρουθ με ύφος σοβαρό και η ντόνα Έστερ, που είχε αδειάσει στο μεταξύ το γάλα και επέστρεφε το δοχείο στη Νατόλια με ένα νόμισμα μισής πέζας μέσα για φιλοδώρημα, σταυροκοπήθηκε: «Ο Θεός να μας φυλάει!»
Τελικά ο ντον Πρέντου ρώτησε σχεδόν δειλά: «Κι εσύ τι λες;» «Για τι πράγμα μιλάτε;» «Νοέμι!», διαμαρτυρήθηκε η ντόνα Έστερ, αλλά ο αρραβωνιαστικός τής έκανε νόημα να σωπάσει και ξανάρχισε να τραβά το ύφασμα από τα γόνατα της μνηστής του. «Για τα μάγια μιλάμε! Να τα διαλύσουμε πριν παχύνω υπερβολικά. Πώς θα τα διαλύσουμε, λες εσύ; Έτσι, να έτσι! Στην υγειά εκείνου που μας βλέπει.»
Ο Αγαθούλης παρατήρησε ένα Μίλτωνα και ρώτησε, αν ο Ποκοκουράντης θέα εύρισκε αυτόν τον συγγραφέα μεγάλον άνθρωπο.
— Βέβαια, όταν μ' αρέση να κυνηγάω στο δάσος, ξέρω να πιάνω με τα λαγωνικά μου τους γερανούς που πετάνε στα σύννεφα, και τους κύκνους τους άσπρους και τους σταχτερούς, και τ' αγριοπερίστερα. Με το τόξο μου τα γεράκια και τους γυπαετούς!» Για καλά γέλασαν όλοι, κι' ο Βασιληάς ρώτησε: «Και τι πιάνεις, αδερφέ, όταν κυνηγάς στο ποτάμι. — Ό,τι βρίσκω. Τους λύκους των δασών και της μεγάλες αρκούδες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν