Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
— Μα τούτο είνε παραμύθι! έκοψε ξαφνικά την Ελπίδα μια βραδυά που διάβαζαν τον Ηρόδοτο. — Παραμύθι· άμ τι θες να είνε; τον ρώτησε κείνη μ' απορία. Κι ο Όμηρος που διαβάσαμε πριν είν' ένα μεγάλο αρματωλικό τραγούδι κι ο Θεόκριτος τραγούδια τσοπάνικα... — Με γελάς. — Όχι να ζήσουμε· να εδώ, βλέπεις τον Ησίοδο; ξέρεις τ' έχει μέσα ; — Τσ...
Έτρεμε και το κάτω χείλος του, αλλά το δάγκωσε με λύσσα, και έσφιξε τις γροθιές του κι έπειτα τις άνοιξε, σαν να ήθελε να αρπάξει κάτι και να το πετάξει. «Τι έκανα;» ρώτησε με αναίδεια.
— Τι; τον ρώτησε τέταρτος. — Τι;.... Έχομε το παιδί του εδώ πέρα... — Και σαν τώχομε; — Να το βάλωμε στη θέση του πατέρα του....... κριτή. — Μπρε αλήθεια! Να το βάλωμε κριτή. Αν και μικρό ακόμα, θα ξέρη να ειπή κάτι, ως παιδί του κριτή μας. — Σπύρο — φώναξε — Σπύρο Τι γίνεται ο Σπύρος του κυρ-Χρήστου;
Πώς στο ακρογιάλι ένα κύμα μονάχο απ τα μάκρη φερμένο φουσκωτό, ορμά να ρίξη σύντριμμα το βράχο κι έξαφνα σβήνει μ' έναν κούφιο αχό, έτσι κι ο νέος σταμάτησε γυρνώντας κατά το πλήθος θλιβερή ματιά: «Δεν ανασαίνει», ρώτησε βογκώντας, «στα στήθη κανενός γερή καρδιά; Σας την έχει η σκλαβιά τόσο αρρωστήσει, κάθε αναφτέρωμα έλειψε από σας; Τα σίδερα, λαέ, έχεις συνηθίσει, τη λεημοσύνη μόνο λαχταράς;
— Λέει με στίχους τον τρόπο και τον καιρό που έπρεπε να σπέρνουν και να θερίζουν οι παλιοί μας. — Έσπερναν λοιπόν κ' εκείνοι; ρώτησε ο νέος με παιδιάτικη αφέλεια. Η κόρη τον κύτταξε κατάματα για να μάθη αν της μιλούσε σοβαρά. — Έχεις δίκιο· είπε σε λίγο κουνώντας το κεφάλι της· θα μαίνουμαι μάλιστα πώς δε ρωτάς κι αν έτρωγαν ακόμη.
ΑΓΟΡ. Και εις τι μπορεί να χρησιμεύση άνθρωπος τόσο ρυπαρός και εις τοιαύτην αθλίαν κατάστασιν; Το πολύ πολύ μόνον ως σκαφτιάν δύναται κάνεις να τον χρησιμοποιήση ή διά να κουβαλή νερόν. ΕΡΜ. Και θυρωρόν εάν τον κάμης θα είνε πολύ πιστότερος από ένα σκύλον. Άλλως τε και αυτός κύων ονομάζεται. ΑΓΟΡ. Και από πού είνε και τι επαγγέλλεται; ΕΡΜ. Ρώτησε τον ίδιον• αυτό είνε το καλλίτερον.
Και παρ’ όλα αυτά αισθανόταν ξαλαφρωμένος, όπως κάποιος που, ύστερα από μακρά περιπλάνηση σε απρόσιτα μέρη, ξαναβρίσκει το χαμένο δρόμο του, το σημείο απ’ όπου ξεκίνησε. «Εσύ δεν θα φύγεις;» ρώτησε ο τυφλός, ακίνητος πάντα στο πόστο του. «Θα φύγω όταν το θελήσει ο Θεός. Τώρα θ’ ανάψω φωτιά γιατί πρέπει να περάσουμε εδώ τη νύχτα.» Πήγε να βρει ξύλα.
Με τόση καρδιά θα παρακαλούσα την Παναγία, που θεωρούσα βέβαιο ότι θα με εισήκουε. — Αι; ρώτησε η μητέρα μου· είντα λες; πας; — Πάω, της είπα. Θαρθής και τουλόγου σου; — Όι, παιδί μου, δε μπορώ 'γώ. Είνε μεγάλη κούραση για μένα. Μα είντα με θες εμένα; Εκειά θάχης τη θεια σου, το μπάρμπα σου και τα ξαδέρφια σου. Θαρθή κιο Βασίλης ίσα 'κειά να σου κάνη συντροφιά.
— Έννοια σου, παιδί μου, είπε λαχανιασμένος ο αγαθός γέροντας, σκύβοντας απάνω του. Έννοια σου, και θα σε κάνω καλά εγώ. Κουράγιο μόνο! Να ιδούμε τώρα τη λαβωματιά σου. Του σήκωσε τα ρούχα του, πήρε απ' τα χέρια του παιδιού της σπετσαρίας, που ήρθε κοντά του, τα χρειαζούμενα, και άρχισε να πλένη και να καθαρίζη την πληγή. — Αίμα σου ήρθε απ' το στόμα; τον ρώτησε. — Όχι! είπε ο Γιώργης.
Α, πόσο αμαρτωλός ήταν ακόμη! «Νομίζεις ότι ο ντον Πρέντου είναι εκεί;», ρώτησε στρέφοντας πριν βγει. «Εγώ είμαι εδώ, δεν είμαι εκεί, μπαρμπα-Έφις!» είπε η Γκριζέντα τρέχοντας γελαστή προς το μέρος του «και δεν μπορώ καν να πω: πάω να δω, γιατί οι κυράδες σου διπλομανταλώνουν την εξώπορτα όταν με βλέπουν!»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν