Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Μα ο Θεός το κατέει πως α δε δουλεύγω και καματερές και σκόλες, δε θα προφτάνω να μπουκόνω τσαγάδες, να μαφήνουνε να ζω. Η Σιφογιάννενα είχε ανάψει φωτιά κ' ετοιμαζότάνε να μαγειρέψη. Δίπλα της στην πυροστιά ήτο ένα κιούπι, σκεπασμένο και δεμένο με πανί. — Κ' είντα χαζιρεύγεσαι να μαγερέψης; ρώτησε ο Σιφογιάννης. — Σύγλυνα . Αυτά που μούπεψε τσι προημερνές η συντέκνισα απού το Λασίθι.

Τι να του πει κανείς για να τον παρηγορήσει; «Γιατί δεν έμεινες εκεί;» Ο Έφις ένοιωθε πολλή λύπηση για όλη αυτή τη μιζέρια και τον εξευτελισμό που αντίκριζε, για να μιλήσει μ’ αυτόν τον τρόπο. «Τι έκανες σήμερα;», ρώτησε χαμηλόφωνα. «Τι ήθελες να κάνω; Δεν έχω τίποτα να κάνω! Έρχομαι εδώ να σου φέρω ψωμί και γυρίζω πίσω κουβαλώντας τα λαχανικά! Κι εκείνες που ζουν σαν τρεις μούμιες!

Βγενιό, της είπε μία, να βάλης στη ροδαρά σου και καρδαμουλίδες. — Γιάειντα καρδαμουλίδες; ρώτησε άλλη. — Γιατί θαρέσουνε του Δημητρού. — Η καρδαμουλίδες ταρέσουνε; — Δεν αρέσουνε των αφορδακώ; Το Βγενιό θύμωσε. — Εκείνος που μ' αγαπά, μωρή, δεν είν' αφορδακός. Είνε καλλίτερος από κείνο που θα πάρης εσύ. Δεν αφήκαν απείρακτο και το Βαγγελιό και μένα μαζή.

Τα μάτια του και τα δόντια του άστραφταν στο φως του δειλινού και το πρόσωπό του έγινε άγριο. «Πες μου, δεν ντρέπεσαι;», ρώτησε χαμηλόφωνα, αρπάζοντάς του τα μπράτσα και καρφώνοντάς τον μες στα μάτια. Και ο Έφις ένοιωσε εκείνο το βλέμμα να του καίει τις κόρες των ματιών. Ένας βρόντος ήχησε μέσα στ’ αυτιά του. «Δεν ντρέπεσαι; Άθλιε, εσύ!

Σαν το σκυλί στο δρόμο. Ας είχα τη γρηούλα κι' ας μούλειπαν τα καλά μου. Τον είχε πάρει το παράπονο. — Αυτά έχει ο κόσμος, είπε ο Καπετάν Βαγγέλης. Όποιο δεν τάχει, ταπογυρεύει. — Το θυμάσαι το Μοσχαδώ; ρώτησε άξαφνα ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τα μάτια του γυαλίζανε. Η φωνή του αντρειεύτηκε. — Το θυμάμαι, λέει; Σαν νάνε τούτη η ώρα. — Θεός σχωρέσ' την. Άγια γυναίκα. — Κι' ωμορφούλα, παχουλή, σερπετή.

Κι όταν η μαμά ρώτησε αν περίμενε πολλή ώρα εκεί, απάντησε: — Βέβαια, αλλιώς θα μ' εύρισκε η Άννα. Και τότε θα έπρεπε να πάω να κοιμηθώ. Η μαμά δεν απάντησε τίποτε σ' αυτό. Της είτανε δύσκολο να του πη πως δεν έκαμε καλά. Η αθώα του αγάπη, που είταν αφορμή της ανυπακοής του, τον υπεράσπιζε από κάθε μάλλωμα κι ο Σβεν το γνώριζε αυτό καλά.

Τώρα πήγαιναν μερικές γυναίκες και την έβλεπαν· μα κι αυτές σα μάθαιναν τείπε ο γιατρός, θάπαυαν και θάμενε ναποθάνη έρημη, σαν πανουκλιασμένη. — Θ' αποθάνη; μουρμούρισα πάλιν συλλογισμένος. — Είντα 'πες; ρώτησε η μάνα μου. — Πράμμα. Τη νύχτα κείνη είδα στόνειρό μου το Βαγγελιό.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν