Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Έπειτα ρώτησε: «Αλλά και η Γκριζέντα τι κάνει; Πενθεί κι εκείνη και δεν βγαίνει έξω πια.» Ο Έφις δεν απάντησε. «Και ο ντον Πρέντου, τώρα, σας επισκέπτεται;» «Δεν ξέρω. Εγώ βρίσκομαι πάντα εκεί πάνω, στο κτηματάκι

Έβγαλε από την τσέπη του ένα πούρο, τ' άναψε και κύτταξε περιφρονητικά τους δυο νέους. — Τι διαβάζετε; τους ρώτησε. — Μόλις το λάβαμε· για ιδές το και συ· είπε ο Δημητράκης, δίνοντας του το βιβλίο, περίεργος να ιδή την εντύπωση που θα τούκανε. Εκείνος το πήρε· μα μόλις διάβασε τον τίτλο και τ' όνομα του συγγραφέα το γύρισε πίσω.

Το τελευταίο το πρόστεσε μ' έναν τόνο, σα να πρόφερε κάτι που την αηδίαζε και σα να ντρεπότανε γι' αυτό. — Πώς μπορούσα να σε παρεξηγήσω τόσο; είπε. Κ' ενώ αγκάλιασε τον ώμο μου, με κοίταξε στα μάτια και ρώτησε: — Δε θυμώνεις που με βλέπεις να πηγαίνω μέσα στο Σβεν; — Να θυμώσω; Θα την είχα κοιτάξει βέβαια με ξαφνισμένη έκφραση, που δεν μπορούσε να παρανοηθή. Γιατί δε ρώτησε τίποτε πια.

— Α, ο αδερφός σου! είπε η κόρη κουνώντας το κεφάλι με συγκατάβαση. Εκείνος πήρε τα βιβλία τους μοναχά. Μα εμείς κληρονομήσαμε την ψυχή τους. — Εγώ θαν τα πάρω και τα δυο· είπε ο Δημητράκης με αυτοπεποίθηση· ναι; — Δεν ξέρω... δεν ξέρω... Πώς να το ειπώ το ναι. Δεν ξέρω· ψιθύρισε μακραίνοντας από κοντά του. — Δεν ξέρεις; την ρώτησε κείνος ρίχνοντας τα χέρια του παράλυτα. Ποιος το ξέρει λοιπόν;

Σήκωσε τα μάτια και κοκκίνισε κοιτάζοντας αυστηρά κατά πρόσωπο τον Έφις∙ και οι άλλες δυο τον κοίταζαν. «Το καταλαβαίνεις; Έτσι, απλά, σαν να έρχεται στο σπίτι του!» «Τι λες;», ρώτησε η ντόνα Έστερ, βγάζοντας ένα δάχτυλο μέσα από τον κόμπο που έκανε το σάλι.

Με ρώτησε, τι θέλω. — Τι να θέλω; υγεία και δουλειά, αφέντη. — Δουλειά; λέει· εγώ να σου δώσω χρήματα να κάμης δουλειά, ό,τι δουλειά θέλεις. Και σηκόνεται, μωρέ μάτια μου, βάζει ένα κλειδί σε μια ορθή κασσέλα . . . Κρακ! εγώ τρόμαξα, να σου πω! — Ανοίγει ένα πορτέλλο, χονδρό 'σάν κ' εκείνο που έχουν η μπουκαπόρταιςτα βασιλικά καράβια, και βγάζει αυτή τη σακκούλα.

Κ' ενώ αυτή η γυναίκεια τρυφερότητα με χάδευε σαν πνοή ευτυχίας ανέκφραστης, αιστανόμουνα ταυτόχρονα μια κεντιά μέσα μου: γιατί με ρώτησε γι' αυτό το πράμα; Πέρασε στο στοχασμό μου όλη η νιότη μας κι όλα χρόνια της αγάπης μας.

Ο Παγγλώσσης, ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος, επιστρέφοντας στο μικρό τους χτήμα, απαντήσανε έναν αγαθό γέροντα, που δροσιζότανε στην πόρτα του κάτου από πυκνές πορτοκαλιές. Ο Παγγλώσσης, που ήτανε τόσο περίεργος, όσο και λογικευτής, τον ρώτησε, πώς λεγότανε ο μουφτής που στραγγαλίσανε. — Δεν ξέρω τίποτα, απάντησε ο αγαθός άνθρωπος και δεν έμαθα ποτές τόνομα κανενός μουφτή και κανενός βεζύρη.

Είχε μάλιστα και μια γρατζουνιά στη μύτη. — Τι έπαθες; τον ρώτησε η Ελπίδα, τρέχοντας φοβισμένη κοντά του. — Τίποτα, δεν είνε τίποτα. Μα τι κόσμος, μωρέ παιδιά, τι κόσμος!... να μη θέλη ν' ακούση το συμφέρον του! — Τι σου συνέβη; τον ρώτησε κι ο Δημητράκης από τη θέση του. — Να, εκείνος ο παλιάνθρωπος ο Κουρδουκέφαλος.

Η ιδέα ότι θα ξόδευαν λιγώτερα δεν τους αφήκε και να λογαριάσουν ότι ο δρόμος, όσο λίγος κιαν ήτο, θα χειροτέρευε τον άρρωστο. Ο γιατρός που τον κάλεσαν να τον κυτάξη είπε πως είχε πνευμονία. Είδε συνάμα πως η μύτη του ήτον κόκκινη και ρώτησε αν έπινε. — Ου! αποκρίθηκαν οι δικοί του, σταμνιά πίνει. Ο γιατρός έκαμε μορφασμό που σήμαινε: «Διάολε! αυτό 'νε κακό».

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν