Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Δίχως τη γλώσσα δεν είστε τίποτα· είστε ένα άτομο όπως και κάθε άλλο. — Μα αφού έχω τ' όνομά τους! είπε ο Αριστόδημος με θλίψη. Αφού ζω στο χώμα τους! — Ζήτε στο χώμα τους; έχετε τ' όνομά τους; τον ρώτησε ο Περαχώρας με χαμόγελο. Και πόσοι δεν πέρασαν απ' αυτό το χώμα; Να ο Χαγάνος· ζη αιώνες εδώ πέρα· είνε λοιπόν κ' εκείνος Ευμορφόπουλος; Α, να ήμουν στη θέση σας! να ήμουν στη θέση σας!...
Αλλά αποφάσισαν να πεθάνουν γενναία, όλοι εκτός από τον βαστάζο, που με δυνατή φωνή ρώτησε την Ζωηδία γατί θα έπρεπε να τιμωρηθεί για τα λάθη των άλλων, και ανακοίνωσε ότι αυτές οι κακοτυχιές δεν θα είχαν συμβεί αν δεν είχαν έρθει οι δερβισάδες που πάντα φέρνουν κακή τύχη. Τέλειωσε παρακαλώντας την Ζωηδία να μην μπερδεύει τους αθώους με τους φταίχτες και να του χαρίσει την ζωή.
Δε μας γνωρίζει κανένας εδώ γύρα! Η Ξενιτειά μας αδερφόνει όλους... Ο καρβανάρης άρχισε ν' αποράη με τη νοημοσύνη του μικρού κριτή και λέγει μέσα του! — Μπρε, το παλιόπαιδο! Αυτό είναι σοφό! — Θέλετε να σας κάνω την κρίση; — τους ρώτησε σοβαρά σοβαρά. — Θέλομε, — του απολογήθηκαν, — κι' ότι μας πης θ' ακολουθήσωμε. Έτσι κάναμε και στον πατέρα σου.
Κάθισε με εγκαρτέρηση και έστρεψε πάλι το βλέμμα στα χέρια του και ο ντον Πρέντου, ενώ είχε στραμμένη την προσοχή του προς την αυλή μήπως και στήσουν αυτί οι υπηρέτριες, τον ρώτησε χαμηλόφωνα: «Πες μου, πώς πάνε οι δουλειές των ξαδελφάδων μου.» Ο Έφις ανασήκωσε το βλέμμα κι έπειτα το ξαναχαμήλωσε αμέσως.
Ο κύριος όμως δεν φάνηκε να εκπλήσσεται. Ύστερα από λίγο όμως ρώτησε. «Πού βρίσκεται; Μπορώ να τον γνωρίσω;» «Βρίσκεται στο Καλαντζάνους, στην Γκαλούρα.» Πολύ μακριά.
Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ' αργήση σαν πάντα... — Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος. — Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάννα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδύς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μώλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Ω! Δεν ξέρω και αν έχη και καμμία σημασία. Μα εγώ νομίζω πως εξηγεί θαυμάσια την αληθινή αξία της συνειθισμένης κριτικής της Τέχνης. Κάποια κυρία, φαίνεται, ρώτησε κάποτε σοβαρά τον γεμάτον τύψεις Ακαδημαϊκόν, όπως τον λες, αν η ξακουστή εικόνα του «Μια ανοιξιάτικη ήμερα στο Whiteley» ή «Περιμένοντας το τελευταίο λεωφορείο», ή κάποιο άλλο τέτοιο θέμα, ζωγραφίστηκε με το χέρι.
Όταν πλησιάσανε στην αίθουσα του θρόνου, ο Κακαμπός ρώτησε έναν ανώτερο αξιωματικό, τι έπρεπε να κάνουνε για να χαιρετήσουνε την μεγαλειότητά του: αν πρέπει να πέσουνε στα γόνατα ή να συρτούνε με την κοιλιά· αν πρέπει να βάλουνε τα χέρια στο κεφάλι ή στον πισινό· αν φιλούνε τη σκόνη της σάλλας: μ' ένα λόγο ποια είναι η εθιμοτυπία.
Ήμουν ακόμη άρρωστος και με φοβερή εξάντληση. Έβγαινα λίγο, αλλά και δεν πήγαινα μακριά 'πό το σπίτι μας. Μια μέρα στο μέρος 'κείνο συνάντησε μια γειτονοπούλα μας, ένα πολύ νέο κορίτσι, και το ρώτησε για μένα. — Το ίδιο είνε, είπε το κορίτσι. Κάθα μέρα τόνε τινάσει και δεν απόμεινε ο εμισός. Ανέγνωρο γίνηκε το κακορρίζικο απού την αδυναμία. — Κείντα λένε πως έχει; — Χτικιό 'κουσα πως έχει.
Το ότι ο κόσμος τον θυμόταν, ενώ εκείνος βρισκόταν τόσο μακριά, στην άκρη του κόσμου, τον εξέπληττε και τον αναστάτωνε. «Ποιος με γύρευε πριν από λίγο;», ρώτησε ένα πρωί την ντόνα Έστερ. «Θα πρέπει να ήταν ο Τσουαναντόνι.» «Εάν ξαναέρθει, ντόνα Έστερ μου, κάντε μου την χάρη να τον αφήστε να μπει… Καλά είναι ν’ αρχίσουν οι αποχαιρετισμοί….» «Μα τι λες, Έφις!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν