Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Παρά να γείνη τούτο, έλα ω Τύχη, πρόβαλε καλλίτερα εμπρός μου, να πολεμήσωμεν μαζί, όσον ζωή μου μένει!... Ποιος είν' εκεί; ΜΑΚΒΕΘ Πήγαινε συ· περίμενετην θύραν ως που να κράξω. Χθες με σας δεν ήτο που τα είπα; Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Μάλιστ', αυθέντα μου. ΜΑΚΒΕΘ Λοιπόν, 'σκεφθήκετ' όσα είπα; Εκείνος σας κατέτρεξε τα περασμένα χρόνια, εκείνος, να το 'ξεύρετε· όχι εγώ ποτέ μου, καθώς το ενομίζετε!

ΓΑΡ. Έλα σ' το νου σου κόρη μου δα, μη γίνεσαι παιδάκι. ΚΑΝ. Έτζ' όλπιζα για να σε διω; ωχ τι να κάμω τώρα; ΚΡΗΣ. Να ξεμυστέψω ήθελε πούρι αυτήν την ώρα, Γιάντα δεδίμ ξανάζησα ο θιος που το κατέχει, κ' όπι' όχει μέραις απ' τον θιο χάρο δεν απαντέχει.

Δεν μπορώ ένα δάκρι να διώ κ' η ψυχή μου να μη βραχή. Ο πόθος μου, ο μόνος, είναι να παρηγορηθούν οι πικραμένοι. Δεν αγαπώ εσένα μονάχα· αγαπώ τον κόσμο όλο. Μ' έκαψαν τα βάσανά του. Δε σου το είπα πως είμαι ο Μεγάλος ο Καημένος; Έλα, πουλί μου, να καούμε κ' οι δυο, ναγαπήσουμε και τον καημό μας. Ο καημός μας είναι καλός, αφού είναι έλεος γεμάτος.

Έλα βοσκούλα έλα! Χειμώνιασε. Χιόνια πολλάτα κορφοβούνια πέφτουν, Ρεύουν τα φύλλα των κλαριών, ξισκιώνουν τα λογγάρια, Θολώνουν η νεροσυρμές, η βρύσες κρουσταλλιάζουν Κ' οι τσελιγγάδες κουβαλούντους κάμπους τα κοπάδια.

Κι' έσκουξε τότες κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη 275 «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, έλα βοηθάτε τώρα εσείς μην πάθουν τα γοργά μας καράβια, τι ο βαθύγνωμος του Κρόνου γιος εμένα δε μ' άφηκε τους σκυλοχτρούς ναν τους χτυπώ όλη μέραΕίπε, και βάραε ο αμαξάς τα καλοτρίχωτα άτια 280 κατά τα πλοία· και τα ζα με προθυμιά πετούσαν.

Κυρά μου, είπεν, έλα, παρακαλώ, ν' ακούσω την ιστορίαν σου με την ησυχίαν μου εις το πρόγευμα, διότι μου αρέσει. — Καλέ, πώς γίνεται, ιατρέ μου; 'Σ το τραπέζι σου θα μας καθίσης! — Γίνεται και καλογίνεται.

Εχόλωσε και αντείπε του τότε ο πλανήτης Ίρος• 25 «Θε μου, 'γοργά 'που φλυαρεί, 'σαν καμινεύτρα γραία, τούτος ο χάφτης! ήθελα κακά να τον κτυπήσω και με τα δυο, και όλατην γη τα δόντια να του ρίξω, ωσάν της γρούνας, 'που χαλά χωράφι σιτοφόρο. τώρ' έλα ζώσου, όλοι μαζή να μας ιδούν και τούτοι 30 να κτυπηθούμε• και πώς συ με νέον θα παλαίσης

Ένα-δυο αγριολούλουδα απόμειναν ολόγυρα σταπορριχμένο χώμα που ξανασκέπασε τον ανοιγμένο λάκκο. . και τρεμοπαλεύανε στον άνεμο. . . Να δης, Κυρά γειτόνισσα, που πριν τους έξη μήνες, θάχουμε καινούργια παντρολογήματα-είπε η Ευρυδίκη στη Χαρζανοπουλίνα, καθώς περνούσε η συνοδεία απ’ τη γέφυρα του Νεκροταφείου-βράδυ πια από δυο-τρεις μαζί, σκόρπιοι εδώ κ' εκεί. . . Και πως το λες αυτό Κερά μου ; Μη σου πέρασε η ιδέα πως θα σου κάνουμε χαλάστρα ; Εγώ τις κόρες μου δεν τις έχω για τον τυχών. . κι ούτε ψοφούμε γι' άντρα σαν κάποιες άλλες, λυσσασμένες. . Είπα εγώ τίποτα; άλλο πάλι τούτο ! γι' άλλο πράμα πήγαινα να σου μιλήσω: μα όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται ! Αυτό που σου λέω 'γώ! κ' εμείς άχερα δεν τρώμε ! Εγώ, Κερά μου, σε βλέπω και σ’ ακούγω κι ας κάνης την όσια Μαρία -και μη θαρρής πως δε μαθεύουνται. . Σα βάζη κανείς τη μύτη του παντού μυρίζεται και τις πομπές του- . . μόνο να κυττάξης να τα τριτώσης γλήγορα, γιατί όσο περνάει η μπογιά σου. . . Μαμά ! έλα πάμε σπίτι, γιατί δεν τις ανέχομαι τις προστυχάντσες φώναζε η Μπιμπίκα που είχε τα νεύρα πολύ «λεπτότατα». . . . . Και τραβήξανε, μάννα και κόρες, μπροστά με φούργια σαν τρεις ξυλόκοττες ερεθισμένες. . . Τι έπαθαν αυτές οι κανκάγιες και ξεφωνίζουνε-γύρισε κ' είπε ο μάστορας του Νίκου που πήγαινε μπροστά μαζί του και τούλεγε για κάτι μαόνια που τα περίμενε τούτη τη βδομάδα ναρθούν από το Τριέστι. . . Γυρίσανε στο σπίτι η θεια Ελέγκω με τη Λιόλια και με μια γειτόνισσα, τη γυναίκα του Κυρ Γιώργη του Καψοκέφαλου, του παπλωματά.

Συλλογισμένος, παραπατών, εβάδιζε μόνος του ο καπετάν-Μοναχάκης, βραδέως αναπνέων, ως να έπασχεν εξ άσθματος προς την Κρασόσκαλα. — Φεύγω για την Πατρίδα. Κανένα γράμμα! — Έλα εις το Μεγάλο Αϊναλή να μ' εύρης το μεσημέρι. Είπε μισοσαστισμένος. Ο καπετάν-Καλόγεροςας είνε καλά ο άνθρωποςεπήγεν. Αλλά πουθενά ο καπετάν-Μοναχάκης.

Και δυοτρεις φορές προσπάθησε να πει κάτι, αλλά δεν μπορούσε, δεν μπορούσε∙ του φαινόταν ένα όνειρο. Τελικά κούνησε τον Τζατσίντο, προσπάθησε να τον ανασηκώσει, του είπε γλυκά: «Άντε, έλα μέσα! Η μαλάρια παραφυλάει…Το σώμα όμως του νεαρού έμοιαζε να είναι από σίδερο, ξαπλωμένο βαρύ, κολλημένο επάνω στη γη από όπου φαινόταν ότι δεν ήθελε πια να ξεκολλήσει.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν