Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Ξέρει με τι τρόπο μιλούσαν, είναι τώρα χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια, είδε μάλιστα που μιλούσαν πάντα με τα ίδια λάθη . Έπρεπε αφτά να διδάσκουνται χωρίς άλλο στο σκολειό ή τουλάχιστο στο πανεπιστήμιο. Είναι αλήθεια που για ναραδιάση κανείς όλα τα λάθη της αρχαίας, θα του χρειάζουνταν καμιά δεκαριά τόμοι, χίλιες σελίδες ο κάθε τόμος.

Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασκάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της. — Κύτταξε, μου είπε, πως έγεινα από τα νερά εκεί πώπεσα. — Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.

Πρέπει να του σπάσω τα κόκκαλα ευθύς; είπεν ο Κρότων. — Περίμενε. Ο Ούρσος δεν τους είδε, διότι ίσταντο εις την σκιάν του διαδρόμου, και ήρχισεν ησύχως να πλύνη τα λάχανα, τα οποία υπήρχον εις το στραγγιστήριον. Αφού ετελείωσε το έργον του, απήλθε και το παραπέτασμα έκλεισεν όπισθεν του. Ο Κρότων και ο Βινίκιος τον ηκολούθησαν σκεπτόμενοι ότι θα εύρισκον αμέσως το οίκημα της Λιγείας.

Σαν έτσι αφτόν τον έσερναν. Κι' η μάννα του τραβούσε 405 τ' άσπρα μαλλιά της, πέταξε την πλούσια σκούφια αλάργα, και σαν τρελή ξεφώνισε σαν είδε το παιδί της. Σπάει και στα κλάματα ο πικρός ο γέρος, κι' όλοι γύρω θρηνούσαν, κι' όλο το καστρί βαρύ είταν μοιρολόγι. Έτσι έμοιαζε λες το κακό, σα νάλιωναν οι φλόγες 410 την Τρια τη λεβεντόπυργη απ' την κορφή ως τον κάμπο.

Τανιστορούσε η Μαριγή από τη μια το τι την περίμενε, θυμούνταν από την άλλη το ιερό το λείψανο που μαύρο και καρβουνιασμένο κοιτότανε στου Μελιδονιού τη σπηλιά, το λείψανο του πονεμένου της Μανουσάκη, που ως και τη φωνή του την άκουγε ακόμα, τότες που στο σπίτι τους μέσα την παρακαλούσε να φύγουνε πρι να πλακώση η αρβανιτιά, και κείνη πάσκιζε να μαζέψη και να πάρη τα νυφικά της, ώσπου πλάκωσαν τα θεριά, και θαρρώντας ο δόλιος πως έφυγε κ' η Μαριγή με τη μάννα του, που την έβλεπε κ' έτρεχε κατά το σπήλιο, αφίνει την αγαπημένη του πίσω και φεύγει, και κλειέται στο σπήλιο μαζί με τους άλλους, και σαν είδε ύστερα πως έλειπε η καλή του, τρέλλα και τρέλλα τον πήρε.

Η Καρολίνα είχε πάρει μαζί την δευτερότοκον αδελφήν της. Όταν εισήλθαμεν εις την αυλήν της οικίας του ιερέως την σκιαζομένην από δύο υψηλές καρυδιές, εκάθητο ο καλός γέρων εις ένα σκαμνί προ της θύρας της οικίας, και όταν είδε την Καρολίναν εφάνη ως εκ νέου ζωογονηθείς ελησμόνησε την πατερίτσα του, και αγωνίσθηκε να σηκωθή εις προϋπάντησίν της.

Δεν είμ' εγώ θαλασσινός, αλλά και εις την άκρην του κόσμου αν ευρίσκεσο, — και έως τ' ακρογιάλι που βρέχει του ωκεανού το τελευταίον κύμα δι’ ένα τέτοιον θησαυρόν τολμούσα ν' αρμενίσω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ξεύρεις, το σκότος της νυκτός το έχω προσωπίδα, ειδέ θα μ' εκοκκίνιζε παρθενική σεμνότης δι’ όσα λόγια ήκουσες απόψε να προφέρω.

Ακολουθούν δε μύθοι μακροί και διηγήσεις• ότι και αυτός ο Σύρος εκυνήγησεν εις την Μαυρουσίαν, ότι είδε πολλούς ελέφαντας ομού βόσκοντας και ότι παρ' ολίγον να καταφαγωθή υπό λέοντος και πόσα ψάρια ηγόρασεν εις την Καισάρειαν.

Εκείνη ήπιε με μεγάλες ρουφηξιές, κ' έπειτα τώδωσε στον Τριστάνο, ο οποίος το άδειασε. Εκείνη τη στιγμή εμπήκε η Βραγγίνα και τους είδε που κύτταζαν ο ένας τον άλλο αμίλητοι, σαν ζαλισμένοι και σαν μαγεμένοι. Είδε μπροστά τους το μπουκαλάκι, σχεδόν άδειο, και το ποτήρι. Πήρε το μπουκαλάκι, έτρεξε στην πρύμη, το πέταξε στη θάλασσα και φώναξε θρηνώντας: «Δυστυχισμένη εγώ!

Το μόνο που δεν μπορούσε να νοιώση είτανε πως ο θάνατος, που είδε στο θέατρο, κρατούσε δρεπάνι, ενώ στην εικόνα χτυπούσε ένα κουδούνι. Όσο για τάλλα, η εντύπωση από το θέατρο, η εικόνα στην κάμαρα της μαμάς και το παραμύθι, που του διηγήθηκε αυτή, είτανε σα να είχαν σμίξει σ' ένα πράμα. Κι αδιάκοπα μιλούσε γι' αυτό το θέμα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν