Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Η Μπαμπέττα ήκουσε και παρετήρησε έξω διά των λεπτών παραπετασμάτων του παραθύρου της· όταν όμως είδε τον λευκοφορεμένον άνδρα και εσκέφθη ποίος είναι, εκτυπούσε η καρδούλα της από φόβον, αλλά και από θυμόν. Έσβυσε τάχιστα το φως, εδοκίμασε αν όλοι οι σύρται των παραθύρων ήσαν βαλμένοι, και τον άφησε τώρα να κουκουβαγιάζη και να βουίζη όσον ήθελε.

Την διακοπήν δε ταύτην ανέμενεν ανυπομόνως ο Σκιζομιχελής, αγροίκος με ποιμενικά ενδύματα, όστις εφαίνετο απορών πώς άνθρωποι φρόνιμοι έδιδαν προσοχήν εις τα λόγια αυτού του «κουζούλακα» του Αστρονόμου. Το σπουδαίον ζήτημα δι' αυτόν ήτο η απώλεια μιας «στειρώγας». Και ηρώτησε τον Μανώλην μήπως τυχόν την είδε. Τα σημάδια της ήσαν «ρουσόματη, μαύρη, ζωνή και κοκάρι».

Άθελα θυμήθηκε το κρανίο που ηύρε την αυγή σε μια σαρκοφάγο· ένα κρανίο γυμνό και άδειο με το γέλοιο στα δόντια του. Προχώρησε στην πόρτα, χτύπησε, την έσπρωξε δυο τρεις φορές· μα η πόρτα έμεινε σφαλιστή. Κύτταξε τριγύρω του χωρίς να ξέρη τι γυρεύει κ' είδε άξαφνα το κλειδί σε μιαν άκρη. Κ' εκείνο είχε κάποιο γέλοιο απάνω του.

'ς τ' αχρείον έργον άσφαλτα θεός την έχει σπρώξει, και δεν προείδε το κακόν ο νους της τυφλωμένος, το φοβερό, 'που βύθισε κ' εμάςτην λύπη πρώτο. τώρ', όλ' αφού μου ανάφερες τα καθαρά σημεία 225 της κλίνης μας, οπού θνητός άλλος ποτέ δεν είδε, ή συ κ' εγώ κ' η μοναχή θεράπαιν' Ακτορίδα, οπού ο πατέρας μώδιδεν ότε για δω κινούσα, και του θαλάμου στερεού μας φύλαγε την θύρα, έπεισες την καρδία μου, πολύ σκληρή και αν είναι». 230

Κατεβαίνει, πηγαίνει στο πηγάδι, ποτίζει τα λουλούδια και ενώ το γλυκό άρωμα από τις βιόλες ανακατεύεται με την αψιά μυρωδιά του φλόμου, τα πρώτα αστέρια ανεβαίνουν πάνω από το Βουνό. Η Λία πάει να καθίσει ψηλά στη σκάλα, με το χέρι στην τριχιά και τα μάτια καρφωμένα στο μισοσκόταδο. Η Νοέμι την θυμόταν πάντοτε έτσι, όπως την είδε την τελευταία φορά περνώντας πλάι της για να πάει για ύπνο.

Η Σμαραγδούλα, ευτύς ύστερ' απ' αυτό έκλεισε το παράθυρο και την πόρτα της κ' επλάγιασε να κοιμηθή. Εμετανόησ' ευτύς για τη λέξι και είδε κακά όνειρα τη νύχτα κείνη, την αυγή δε, ευτύς που σηκώθηκε, άκουσε θόρυβο στην πόρτα της και ομιλίες και ξεφωνητά. Έτρεξε και τι να ιδή; Από ένα χαλκά της οξώπορτας του κάτω σπιτιού εκρεμότανε ένα γουρουνάκι σφαγμένο!

Α, κατηραμένε ζωγράφε, ακολούθησε να λέγη, που η κακή τύχη σε έφερεν εις το βασίλειόν του, και του έδειξες την εικόνα ετούτης της σκληρόκαρδης, από την οποίαν ευθύς που είδε την ωραιότητά της, ετρώθη εις την καρδίαν, και αποφάσισε να έλθη να θυσιαστή με τούτον τον τρόπον, με όλα τα εμπόδια που επάσχισεν ο πατέρας του να του κάμη.

Κατά τύχην είδε μακρόθεν φως λάμπον, εύρε θύραν τινά ανοικτήν, και εισώρμησεν εκείσε απηλπισμένη. Η θύρα αύτη ήτο η του καπηλείου του Κατούνα, όπου είδομεν αυτήν καταφυγούσαν εν αρχή της ιστορίας ταύτης. Η δίωξις. Έτρεχον κατόπιν αυτής οι Γύφτοι, αλλά δεν έτρεχον πάντες με τον αυτόν σκοπόν.

Ούτε άντρα είδε στο πλευρό της, ούτε σπιτικό έννοιωσε, ούτε παιδιά ανάστησε γύρω της, να της θυμίζουν πως πέρασαν τα χρόνια. Το κάτω-κάτω της γραφής, ποτέ δε λογάριαζε τα χρόνια της. Κι' αν έκανε καμμιά φορά να τα λογαριάση, γρήγορα παρατούσε τον λογαριασμόν αυτόν και τονέ ξέχανε. Δεν είχε χειμωνιάσει η ψυχή της ακόμα, έλεγε κάποτες ο παπάς.

Το σκήπτρο το περίπλουμο που θα κρατάητα χέρια Θα νάνε μαγικό ραβδί που θα οδηγάη τον νου μας Που θα οδηγάει τα έργα μας, το κάθε πάτημά μας. Σταθήτε, 'ς έναν μοναχά η βασίλισσα δεν πρέπει! Όλοι αγκαλιάζουν τον μικρό και την ορμήνεια ακούνε. Ποιος πέρασε απ' τα βουνά τ' Ασπροποτάμου απάνω Κ' εκεί δεν είδε τον αητότα βράχια θρονιασμένον; Στέκεται ορθός κατάκορφα, λες κ' είνε λιθοσώρι.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν