Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Δεν πιστέβω ποτέ στη ζωή μου να είδα ό τι είδα στη Σύρα, μήτε να το είδε κανένας. Τη νύχτα, με το φεγγάρι, δεν υπάρχει πράμα στον κόσμο που νάχη της Σύρας την ομορφιά.
Συγχρόνως δε εστράφη και είδε τον Σωκράτη, αλλά μόλις τον είδε ανεπήδησε και είπε: — Ω Ηράκλεις! τι είνε τούτο; Ο Σωκράτης είνε αυτός; Ενεδρεύων με λοιπόν και πάλιν είχες κατακλιθή εδώ, διά να παρουσιασθής έξαφνα, κατά την συνήθειάν σου, εκεί όπου εγώ κάθε άλλο παρά ότι θα είσαι και συ εφανταζόμην; Και τόρα τι ήλθες να κάμης εδώ; Και διατί ακόμη κατεκλίθης εδώ και όχι κοντά εις τον Αριστοφάνη ή κανένα άλλον, αν υπάρχη, ευθυμολόγον ή αρεσκόμενον εις τα αστεία, αλλά τα κατάφερες να ευρίσκεσαι κοντά εις τον ωραιότερον από τους εδώ μέσα;
Όπως και αν έχη τούτο, πταίουσιν οι Έλληνες, οίτινες επέτρεψαν εις τον όνον να την φάγη. Αλλά ταύτα περιττά. Είπομεν ότι οι χωρικοί εσταυροκοπούντο, μη έχοντες άλλο πρόχειρον μέσον όπως δείξωσι την απορίαν των. Κατά τα περίχωρα της Σπάρτης είχον συμβή συνεχείς σεισμοί τας ημέρας εκείνας. Γραία τις διηγείτο την οπτασίαν ην είδε. Χάριν συντομίας παραλείπομεν την αφήγησιν ταύτην.
Αλλ' αυτά θα γείνουν, είπεν ο Κρίτων κύτταξε όμως μήπως έχης τίποτε άλλο να παραγγείλης. Ενώ δε αυτός έκαμεν αυτήν την ερώτησιν, ο Σωκράτης δεν απεκρίθη πλέον τίποτε. Αλλ' αφ' ού επέρασεν ολίγος καιρός εκινήθη, και ο άνθρωπος εξεσκέπασεν αυτόν. Και είχε τα μάτια του προσηλωμένα ακίνητα· ο δε Κρίτων, καθώς είδε τούτο, του έκλεισε και το στόμα και τα μάτια.
Και να! τον είδε 200 πούστεκε, κι' είχε τους γερούς των ασπιστάδων λόχους τριγύρω, π' οχ τα Τρίκκαλα τους έφερε μαζί του. Και πάει σιμά και του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Μη στέκεις, θρέμμα τ' Ασκληπιού!
Ότε δε ο Απρίλης ήλθε και αποκατέστη η γαλήνη της φύσεως, η καλύβα και το μανδρί της γρηάς είχον καταπλακωθή υπό παχύτατον στρώμα χαλάζης, επί του οποίου μύρια πολύχροα πρίσματα εσχημάτιζον αι ακτίνες του ηλίου. . . Ο Μάρτης ότε είδε τελειωμένην την εκδίκησίν του, περιχαρής και θριαμβεύων εισήλθεν εις το σπήλαιον. — Έλα, γέροντά μου· δος μου της 'μέρες μου 'πίσω' είπεν ο Φλεβάρης μειδιών.
— «Πέκι εή, κουζούμ, πέκι εή», μουρμούριζε το Ουρί από το καφάσι. «Πρόσεχε μοναχά, γιατί έρχεται ο Εφέντης». Γυρίζει από την άλλη ο Ηλίας, και βλέπει τον Αγά και σίμωνε σιγοπερπατώντας γιαλό γιαλό. Βγαίνει και τον ανταμώνει. Καταχάρηκε ο Αγάς σαν τον είδε. — Και πού είναι τα κιουτάπια σου, του λέει. — Έφεντημ, του κάνει ο Ηλίας, με τα κιουτάπια ρωμαίικα ποτές δε θα μάθης.
Γιατί όμως δεν έγραψες δυο λέξεις, δεν έστειλες χαιρετίσματα; Κι όμως τόσοι ήρθαν από την Αμερική!» Ο Έφις έκανε ν’ απαντήσει, αλλά είδε τη Νοέμι να γελά σαν να ήξερε κι εκείνη την αλήθεια, και έπαψε ακόμη πιο ταπεινωμένος. «Κι έφυγες έτσι, Έφις! Σαν να σ’ είχαμε προσβάλει, χωρίς να πεις μια λέξη, Έφις!
Τέλος ενόησεν ότι έζη, αλλ' ήτο βεβυθισμένη εις βαθείαν λιποθυμίαν. Ο Βράγγης δεν εδειλίασεν εξηκολούθησε να εφαρμόζη τα γνωστά αυτώ πρόχειρα μέσα της θεραπείας. — Ω, θεέ μου, έλεγε, φωτιά, να είχα τρόπον ν' ανάψω φωτιά. Υψώσας το βλέμμα προς την κορυφήν του υψηλού βράχου, είδε μετά χαράς ότι ο άγνωστος δεν ήτο πλέον εκεί.
— Δημήτρη! ε, Δημήτρη! τον εκάλεσεν αίφνης φωνή από του αντικρυνού πεζοδρομίου. Ο εργάτης έστρεψε και είδε προ της θύρας υψηλόν βλαχοποιμένα στηριζόμενον επί της μακράς αγκλίτσας του να τον καλή εκεί. — Καλώς το γέρω Βαγγέλη· είπε πλησιάσας και σφίγγων την χείρα του· πώς εδώ τέτοια ώρα;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν