United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φύεται δε και αυτομάτως και σπειρομένη, οι δε Βράκες κατασκευάζουσιν εξ αυτής ενδύματα πολύ ομοιάζοντα με τα λινά, τοσούτον ώστε όστις δεν τα μετεχειρίσθη, δεν δύναται να διακρίνη το έν πανίον από το άλλο, εκείνος δε όστις δεν είδε ποτέ κάνναβιν δύναται να εκλάβη το ύφασμα ως λινούν.

Ειδέ στου Δία τους σκοπούς αντίσταση δεν έχει, έχε όση θες αντριά, επειδής πολύ είναι ανότερός μας

Κατόπι τον Τληπόλεμο κι' Αφοτερό κι' Επάλτη, 415 τον Έχιο και τον Έβιππο και το Βιφιά και Πύρη και τον Ερύμα και το γιο του πρωταρχόντου Αργέα, τους έστρωσε όλους σωρεφτούς στη γης την πλουτοδότρα. Μα άμα τότ' είδε ο Σαρπηδός τους άφασκιους συντρόφους π' απ' τ' αντριωμένου σφάχτηκαν Πατρόκλου το κοντάρι, 420 γυρνάει με λόγια αγγιχτικά και σκούζει στους Λυκιώτες «Παιδιά, πού φέβγετε; Ντροπής!

Σαράντα χρόνους τώρα μας παραζάλισε αυτό το κακό, κ' έπρεπε πια να του δοθή μια και καλή κατακεφαλιά. Ησυχία δεν είχε ο τόπος. Κατάντησε μέσα στην Πόλη ναφίνη τη δουλειά του ο κόσμος και να συζητάη θεολογικά. Ορίστε τι λέγουν πως είπε ένας που την είδε την Πόλη τους καιρούς εκείνους. «Άλλο δε βλέπεις» είπε, «παρά θεολόγους. Ως κ' οι δουλευτάδες, κ' οι σκλάβοι, θεολόγοι καταντήσανε.

Ο ντον Πρέντου τον χτύπησε τόσο δυνατά στην πλάτη που τον έκανε να τιναχτεί μπροστά και το κρασί από τα ποτήρια χύθηκε επάνω του. Σε καλό να του βγει! Σκούπισε τα ρούχα του με το χέρι και ήπιε∙ και με έκπληξη και ικανοποίηση είδε τον Τζατσίντο να βγάζει το πορτοφόλι και να δίνει στον πωλητή ένα χαρτονόμισμα των πενήντα λιρετών. Δόξα να’ χει ο Θεός, αυτό σημαίνει πως το παιδί έχει πράγματι λεφτά.

Χαμήλωσε διψασμένο και το πουλάκι να δροσιστή. Είδε ματωμένα τα φτερά του στους ροδοκόκινους αφρούς. Τάνοιξε φοβισμένο κ' επέταξε. Εχτύπησαν τον αέρα ψηλά τα τινάγματα της τρομαγμένης του φτερούγας. — Είνε μια ακέρια ιστορία που θα σου ειπώ τόρα. Μα πρέπει νάχης το νου σου καλά, και πρέπει να κάμης κ' υπομονή να μακούσης.

Άξαφνα ένας απ' τους βοηθούς του φαρμακείου που βγήκε μια στιγμή ν' αδειάση το γουδί του έξω στο μικρό πεζοδρόμιο, μπήκε μέσα φωνάζοντας: Ακούτ' εκεί!... Το παιδί πούταν εδώ τόρα, πέθανε! — Πώς; Πέθανε! έκαμαν όλοι με μια φωνή. — Να, εκεί που πήγαινε η κακομοίρα η μάννα, γύρισε και το είδε πεθαμένο στα χέρια της... Κλαίει και μαδιέται η κακομοίρα! ...

Μα μόλις είδε ο Έχτορας νεκρό τον ξάδερφό του πούπεφτε χάμου, ομπρός εκεί στο μελανό καράβι, έκραξε σ' όλο το στρατό μ' αψιά φωνή μεγάλη «Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες, 425 μη χαλαρώστε, μον καρδιά λιγάκι αφτή την ώρα και σώστε τ' Ακουστού το γιο, μη λάχει εδώ οι Αργίτες και τον γυμνώσουν πούπεσε μες στο καραβοστάσι

Τ' αναπηδήσαντα από τους οφθαλμούς της δύο δάκρυα δεν τα είδε κανείς, κανείς, ουδέ το σκότος, διότι ευθύς αι χειρίδες της τα εξήλειψαν. Διά σταθεράς χειρός ήναψε μικρόν κηρίον, ενέπηξεν αυτό επί του εδάφους, προ του εικονισματίου της και γονυπετήσασα ητένισεν αυτό ευλαβώς.

Ανάβρισε το γέλοιο τρανταχτό, βαρύ, σαρκαστικό από τα φτωχά στήθη του. Και είδεν ο Λαχτάρας σκελετωμένο χέρι ν' απλώνη απάνω του, να τον σηκώνει πούπουλο στον ώμο. Αισθάνθηκε παλμόν· είδε τ' αστέρια κινούμενα επάνω του σαν γοργοκάραβα με τα πανιά γεμάτα. Πού πάνε τ' αστροκάραβα με τα πανιά γεμάτα; Στο κούρσο πάνε. Στο κούρσο και το αίμα τρέχει και αυτός.