Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Μα κι' εγώ, κυρ Πυθαγόρα, την γυρεύω κάθε ώρα και γι' αυτήν γυρνώ με δίσκο, μα του κάκου... δεν την 'βρίσκω. Πού βρίσκεται, πού κάθεται, γιατί να μην ειξεύρω; κι' αν της σοφίας κάποτε ταπόκρυφα σπουδάζω δεν προσπαθώ με την σπουδήν το βέβαιον να εύρω... την ώρα θέλω να περνώ και να διασκεδάζω.

Μάταια γυρεύω να χωρίσω τις μέρες που ακολουθήσανε. Ναι, θα μου είταν κιόλας αδύνατο να πω πόσες είταν. Η νύχτα έγινε μέρα κ' η μέρα νύχτα κ' η ζωή μας είχε ένα σημείο μόνο, που γύρω του τριγύριζε: τη μικρή κάμαρα, όπου είτανε ξαπλωμένος και πάλευε με το θάνατο ο μικρός μας Σβεν, η κάμαρα με τη βεράντα, τη σκεπασμένη από το αγιόκλημα, που γέμιζε τον αέρα με τη μυρουδιά του.

Εδώ είσαι, αδερφέ, κ' εγώ σε γυρεύω! εφώναξεν αίφνης ο Σταύρος, ερχόμενος πλησίον του. Ο Δημήτρης εξηκολούθει τηρών την θέσιν του ακίνητος, ως να μην ήκουσε. — Ακούς! τι στέκεις αυτού, σαν κολώνα; φόρεσε το φέσι σου και πάμε επανέλαβεν ο Σταύρος, κινών αυτόν από του βραχίονος. Ο Δημήτρης εστράφη τότε, παρετήρησε τον σύντροφόν του μ' έκπληξιν, έστρεψε το βλέμμα πέριξ κ' εφόρεσε το φέσι του.

Ένα γύρο τον κόσμο γυρίζω και γυρεύω παντού το ψωμί, που το βρίσκουν κι εγώ δε γνωρίζω· κουρασμένο βαριά το κορμί, μα η ψυχή λαχταρά πεινασμένη το ψωμί που καθένας χορταίνει. Πόσους ρώτησα σ' όλους τους δρόμους, όσους έτυχε μπρος μου να βρω! άλλοι σήκωσαν μόνο τους ώμους, άλλοι μου είπανε λόγο πικρό, κι όποια ακόμα κι αν χτύπησα θύρα καμιά απόκριση πίσω δεν πήρα.

Εις τούτην την ομιλίαν ο βαφιάς εκύτταξε τον κριτήν εις το πρόσωπον με θαυμασμόν, και του είπε· αν έχης επιθυμίαν, αφέντη, να με εμπαίξης είσαι νοικοκύρης, και ημπορείς να γελάσης όσον σου αρέσει με την θυγατέρα μου. Όχι, μη γένοιτο, απεκρίθη ο Κατής, εγώ δεν γελώ με κανένα, μα αγαπώ την θυγατέρα σου, και διά τούτο σου την γυρεύω. Ο τεχνίτης ακούοντας έτσι, εδόθηκεν εις ένα μεγάλον γέλωτα.

Ώρες περνούν ακόμα, Κι' από τα πλήθη ωμορφονιός σαν σταυραητός πετιέται Κι' έρχεται ομπρόςτον Βασιλιά και τέτοια απολογιέται: — Την λίμνη σου αν δεν ημπορώ να σπείρω, να θερίσω, Ούτετα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήσω, Όμως γεφύρι πέτρινο μπορώ να θεμελιώσω 'Στό ρέμμα του Ασπροπόταμου 'ςτόν χρόνο απάνω. Ως τόσο Διαμάντια, ασήμι μάλαμα κι' όλο το βιο του κόσμου Δε σου γυρεύω χάρισμα.

Τα όξω ορέγεται καλά, σ' εκείνα προσκολλιέται, Τα μέσα δεν παρατηράει ο κόσμος, κι' ας γελιέται. 100 Για τούτο εγώ έχω απέρασι, για τούτο κυριεύω, Γιατί ν' αρέσω καθενού αδιάκοπα γυρεύω. Κι' έτζι παντού προτίμησι, παντού ευρίσκω χώρα, Και κυβερνώ, ως ορέγομαι, τον κόσμον ως την ώρα· Να παρρησιάσης το κορμί λοιπόν σε γύμνια τόση, 105 Συμπαθησέμε να σου ειπώ, πως, δεν παραήταν γνώσι.

ΡΩΜΑΙΟΣ Και διατί, αγάπη μου, να μου την πάρης πίσω; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Διά να έχω μοναχά να σου την ξαναδώσω. Αλλά γυρεύω του κακού το πράγμα οπού έχω. Είν' η αγάπη μου βαθειά 'σαν πέλαγος, κ' εξ ίσου και η φιλοδωρία μου 'σαν πέλαγος μεγάλη, και όσον περισσότερον σου δίδω, τόσον μένει, διότι ανεξάντλητα τα έχω και τα δύο. Ακούω μέσα θόρυβον.

Ω Πτολεμαίε βασιλιά, χαίρε! εγώ και σένα σε τραγουδώ όπως τραγουδώ τους άλλους ημιθέους, κ' ελπίζω το τραγούδι μου παντοτινό να μείνη· αυτήν εγώ την αρετή γυρεύω από το Δία.

Έσβησα το φως κοντά στο κρεβάτι της κ' έφυγα σιγά από την κάμαρα. Η καρδιά μου είτανε γεμάτη ευγνωμοσύνη για όλα όσα είπε. Είτανε σα να μου έδωσε ένα θησαυρό να τον φυλάξω στην ανάμνηση. Την ίδια στιγμή που συλλογίστηκα αυτό, είδα καθαρά πως άρχισα κιόλα να τη γυρεύω στην ανάμνηση. «Θα τη χάσω», συλλογίστηκα.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν