United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι μισοί επιβάτες άρρωστοι, ξεψυχώντας απ' αυτές τις ανυπόφορες αγωνίες, που το κούνημα του καραβιού προξενεί στα νεύρα και σ' όλα τα υγρά του σώματος, που ταράζονται σε αντίθετες διευθύνσεις, δεν είχαν ούτε καν τη δύναμη ν' ανησυχήσουν για τον κίνδυνο. Οι άλλοι μισοί ξεφωνούσαν και προσευχόντανε. Τα πανιά ήτανε σκισμένα, τα κατάρτια σπασμένα, το καράβι ανοιγμένο. Σάλευε όποιος μπορούσε, κανείς δε συνενοούτανε, κανένας δεν κυβερνούσε. Ο αναβαπτιστής βοηθούσε λιγάκι στην κυβέρνησι του καραβιού· ήτανε πάνω στη γέφυρα: ένας ναύτης θυμωμένος τόνε χτυπά απότομα και τον ξαπλώνει στα σανίδια: Αλλ' από το χτύπημα, που τούδωσε, τινάχτηκε κι' ο ίδιος τόσο δυνατά, πούπεσε έξω από το καράβι με το κεφάλι κάτω. Έμενε κει κρεμασμένος και γαντζωμένος από ένα κομμάτι σπασμένου καταρτιού. Ο αγαθός Ιάκωβος τρέχει να τον βοηθήση, τον βαστάει να ξανανέβη, αλλ' από την προσπάθεια, που κάμνει, γλυστράει και πέφτει στη θάλασσα μπροστά στα μάτια του ναύτη, που τον αφήνει να χαθή χωρίς να γυρίση να τον ιδή. Ο Αγαθούλης πλησιάζει, βλέπει τον ευεργέτη του που ξαναφαίνεται μια στιγμή και που βυθίζεται για πάντα. Θέλει να ριχτή στη θαλασσα· ο φιλόσοφος Παγγλώσσης τον εμποδίζει, αποδείχνωντάς του, πως ο κόρφος της Λισσαβώνας κατασκευάσθηκε επίτηδες για να πνιγή σ' αυτόν ο αναβαφτιστής. Ενώ το απόδειχνε

Και τον εύρε τον ένοχον εις τον κοιτώνα του . . . επί της κλίνης του . . . με μίαν σφαίραν εις το κρανίον και με κάτι ωσάν μειδίαμα επί των ωχρών του χειλέων. Η δε Κίρκη; Τις δεν την είδε; τις δεν την βλέπει; Με ανάστημα θεάς, με τους εβενώδεις βοστρύχους, γαλακτώδης εντός των μαύρων της πέπλων, με το βλέμμα δειλόν ενίοτε, αλλ' εξακοντίζον αστραπάς έστιν ότε, απαθής περιέρχεται . . .

Είπε, και τότε ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου, πήρε στο χέρι το ραβδί και τούκανε τον όρκο «Στ' όνομα αμώνω του Διός που μας ακούει και βλέπει, κανείς μας τ' άτια που ζητάς δε θ' ανεβεί, σ' το τάζω, 330 Μον πάντα θάναι στολισμός δικός σου και καμάριΈτσι είπε κι' είπε ψέφτορκα, μα εκείνος πήρε αέρα.

Άλλος ηγεμών ταράσσεται επειδή βλέπει τον Δίωνα να κρυφομιλή με μερικούς από τους Συρακουσίους και άλλος δεν υποφέρει ακούων να επαινήται ο Παρμενίων και ο Πτολεμαίος διά τον Περδίκκαν και ο Σέλευκος διά τον Πτολεμαίον.

Αλήθεια έγειναν μεγαλόπολις αι Αθήναι, διελογίσθη και εξηκολούθησε ροφών μεν τον καφέν του, προσπαθών δε ν' αναγνώση και τας εφημερίδας του. Αίφνης ίσταται ενώπιόν του ανήρ ομήλιξ, τον βλέπει επί τινας στιγμάς ατενώς, και τείνων προς αυτόν την χείρα, — Δεν με γνωρίζεις; λέγει προς αυτόν μειδιών. — Ο Γιαννάκης! αναφωνεί Ο νέηλυς Δημητράκηςεις ον πρέπει τέλος να δώσωμεν έν όνομα. — Ολόκληρος.

Τό νύχι αιμάτωνε μεςτο στουρνάρι Έχωσε τάρματα και το ψωμίτο λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι, Το μνήμα εσφράγισε, σκύφτει, φιλεί. Βαστά το δάκρυ του, το καταπίνει Δεν εξανάσαινε μην προδοθή, Κυττάζει ολόγυρα, πετιέται, χύνει, Τρέμειτον πόλεμο μη δε βρεθή. Βλέπει το Τρίκορφο σφίγγεται, φτάνει Το λιανοτούφεκο πέφτει πυκνό. Σέρνειτα δόντια του το γιαταγάνι Ρουφά ανυπόμονα φλόγα, καπνό.

Και αιτία τούτου δεν είναι τάχα, ότι κανείς δεν τα λέγει διαφορετικά αυτά, αλλά εξ αρχής, μόλις γεννηθή έκαστος από ημάς, ακούει πάντοτε, και παντού να τα λέγουν αυτά, και πολλάκις τα βλέπει εις τας κωμωδίας και εις τας τραγωδίας, όταν παριστάνουν Θυέστας ή Οιδίποδας ή Μακαρέας συνευρεθέντας με τας αδελφάς των κρυφίως, και ανακαλυφθέντας και επιβάλοντας θάνατον εις τον εαυτόν των ως τιμωρίαν διά το αμάρτημά των;

Η κλίνη του συνέκειτο εξ υγρών βρύων και αλμυρίδων, παρά τους πόδας του έκειντο κογχύλαι και άλλα θαλάσσια προϊόντα. Ο αήρ ήτο ελαφρός και ευώδης, και η καρδία του ησθάνετο ευδαιμονίαν. Πού ήτο; Δεν ετόλμα να συμπεράνη. Τέλος στρέψας το βλέμμα προς τα δεξιά βλέπει.....την θαλασσίαν νύμφην καθημένην ενώπιον αυτού! Ο Αννίβας εξέπεμψε κραυγήν. Εκείνη τω ένευσε να σιωπήση.

Εν γένει δεν σε πιάνει κανέν από τα σοβαρά νοσήματα, αλλά, και αν σούρθη καμμιά φορά κανένας ελαφρός πυρετός δεν τον αφήνεις να σε κυριεύση, αλλ' αφού τον υποφέρεις ολίγον, σηκώνεσαι και τον τινάζεις πέρα, αυτός δε φεύγει τρομασμένος που σε βλέπει να πίνης κρύο νερό και ν' αδιαφορής τελείως δι' όσα λέγουν οι γιατροί.

Φυσομανάει η θάλασσα, τα κύματα βογγούνε, Κ' ένα με τ' άλλο σπρώχνονται και σπαίνουν στ' ακρογιάλι· Κ' εκεί που η κόρη τα 'ρωτά, βλέπει ένα θεριωμένο Να ψηλωθή, να ψηλωθή, τα βράχια να περάση, Και να την πνίγη 'ςτόν αφρό. Τραβιέται η κόρη 'πίσω, Και κλειώντας την αγκάλην της, που ολάνοιχτη βαστούσε Τον ακριβό της να δεχθή, σφίγγει 'ςτά στήθηα απάνου Παραδαρμένο ένα κορμί, και άψυχο και κρύο.