Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη• και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε• «τώρα σιγάτε• και κανείς απ' όλους τους συντρόφους 440 μη μου ομιλήση αν μ' απαντά 'ς τον δρόμον ή 'ς την βρύσι, μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρου 'ς το παλάτι, και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση, κ' εσάς να χάση σοφισθή• αλλά 'ς τον νου σας κρύψτε τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. 445 και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη, μες το παλάτι μήνυμα 'ς εμέν' ευθύς να φθάση• τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω. και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο• ότι το βασιλόπαιδο 'ς τα μέγαρ' ανατρέφω• 450• είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω. εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία θαύρετ' οπού τον φέρετε 'ς ανθρώπους αλλοφώνους».
Βγαίνω όξω στη βεράντα κ' η μυρουδιά, που χύνει το αγιόκλημα, με χτυπά από το σκοτάδι στο πρόσωπο, η ίδια μυρουδιά που είτανε σκορπισμένη γύρω μου την ώρα που αιστανόμουνα να με σφίγγουνε τα δάχτυλα του παιδιού μου μ' όλη τη δύναμη του θανάτου. Όλα σβήσανε μέσα μου, όλα περάσανε. Συλλογίζουμαι κείνη που μόλις βγήκε αποδώ κι όλα όσα μέλλουνε να γίνουν.
«Ωιμένα, και αν ανέλπιστα να ιδώ την γην ο Δίας μου 'δωκε, κ' εδυνήθηκα τόσον βυθό να σχίσω, έβγ' απ' την λευκή θάλασσα δεν φαίνεται κανένα• 410 ότ' είναι απέξω κοφτεροί βράχοι, και αυτού το κύμα γύρου βροντά, και γλυστερή κ' ίσια αναιβαίνει πέτρα. και προς την γην η θάλασσα βαθειά 'ναι, ουδέ μ' αφίνει 'ς τα δυο μου πόδια να σταθώ, τον κίνδυνο να φύγω. και ως βγαίνω, κύμα φουσκωτό μην έλθη και με σπρώξη 415 επάνω εις πέτρα οδοντερή, κ' η ορμή μου πάη χαμένη. και αν κολυμπήσω παρακεί την άκρην άκρην, ίσως ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήσω, φοβούμαι μην και άλλη φορά μ' αρπάξ' η τρικυμία, και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος με φέρη να στενάξω, 420 ή και απολύση επάνω μου θεός κανένα τέρας, 'π' άμετρα τρέφει 'ς τους βυθούς η ένδοξη Αμφιτρίτη. ότι γνωρίζω την οργή, 'που μώχει ο κοσμοσείστης».
Δεν είχα όμως την απόδειξη. Φανταστήτε τώρα πόσο χάρηκα όταν είδα τα λόγια του κ. Παράσχου· «Βγαίνει ο Ψυχάρης, γράφει εφτός » κτλ. Έβλεπα πως είχα δίκιο! Το ε διόλου δεν το καταφρονώ· πολλοί το συνηθίζουν κ' έχει το λόγο του. Μα στη ζωή μου δεν έγραψα εφτός · πάντα αφτός το γράφω! Ωςτόσο τι ακούω; Πως βγαίνω και γράφω εφτός . Το λοιπόν τι θα πη αφτό; θα πη πως δε διαβάζουνε και μιλούνε.
ΙΩΝ Πού θα τον απαντήσης; ΞΟΥΘΟΣ Την ώρα που απ' του θεού θα βγαίνω το ναό. ΙΩΝ Τί θαν' εκείνος που θα βρης; ΞΟΥΘΟΣ Εκείνος θαν' ο γυιός μου. ΙΩΝ Πώς; γεννημένος από σε; ή γυιός θετός θα γίνη; ΞΟΥΘΟΣ Θετός, δοσμένος κι' από εμέ. ΙΩΝ Και πρώτα-πρώτα εμένα βγαίνοντας συναπάντησες; ΞΟΥΘΟΣ Παιδί μου, κανέν' άλλον. ΙΩΝ Και τούτ' η τύχη από πού; ΞΟΥΘΟΣ Ιδία μας βρήκε τύχη.
Εφέτος είνε άκαιρο το μαξούλι. Ούτε με 18 δεν βγαίνω. Μα τι να κάμω! Ο κήρυξ χαίρων ετραγώδει την νέαν προσφοράν: — Είκοσι χιλιάδες πεντακόσιες, ο φόρος του ελαιοκάρπου!
Κι' αληθινά, σε τρεις μέραις, ήρθε το καράβι. Το θυμάσαι, μήνες είνε από τότε. Η Αρχόντω, μετά μικράν σκέψιν είπε: — Πας να την φωνάξης; — Ποια, την Χ., του καπετάν Λυμπέρη; Τέτοιαν ώρα, έρχεται; — Τι ώρα είνε; Η κόττες τώρα κάτιασαν. — Πώς να πάω, μάνα; φοβάμαι. -Βγαίνω στο παραθύρι και σ' αγναντεύω· σε φυλάω με το μάτι· τρεις πόρτες παραπέρα είνε. — Ας πάω.
Αλήθεια, του απεκρίθη ο βασιλεύς, εσένα σου έπρεπεν ο θάνατος, διά να καθαρισθή η γη από ένα τερατώδη άνθρωπον ωσάν εσένα· μα επειδή και σου έταξα να σου αφήσω την ζωήν, δεν βγαίνω από τον λόγον μου· σου παίρνω μοναχά το δακτυλίδι ως εργαλείον ολέθριον των ανομιών σου, διά να μην ημπορέσης πλέον να βλάψης το ανθρώπινον γένος, και τα γηρατειά σου θέλουν είνε η παίδευσίς σου.
Άμα βγαίνω έξω κι απαντώ κόσμο είμαι φαιδρός, παραπολύ φαιδρός μάλιστα. Γιατί αυτό ανακουφίζει. Μέσα στο σπίτι όμως ζω την πραγματική μου ζωή. Κι αδιάκοπα έχω το συναίστημα σα να γλυστρά απάνω σ' αυτή και σε μένα κάτι από κείνο, που μια φορά σε μιαν όλωςδιόλου διαφορετική περίσταση το είπα πως είναι « μεγαλήτερο από ευτυχία και δυστυχία», κάτι από κείνο που δεν έχει όνομα.
Και πρώτα ο γέρος έπιασε να πει και να ρωτήσει «Μίλα, Δυσσέα ξακουστέ, των Αχαιών καμάρι, πες, τ' άτια πώς τα πήρατε; Τι, μπήκατε ως στων Τρώων 545 μες στο στρατό; ή σας τάδωκε κάνας θεός στο δρόμο; Μώρ' άλογα τα λες αφτά, για του ηλιού 'ναι αχτίδες; Σ' όλες τις μάχες βγαίνω εγώ, μηδέ συνήθιο τόχω θαρρώ να μένω πίσω αργός κιας είμαι τόσο γέρος· μα τέτια ζώα ως σήμερα δεν ξάνοιξα, δεν είδα. 550 Θεού θενάναι δώρα αφτά που βρήκε σας στη στράτα , τι και τους διο σας αγαπάει, το ξέρω, ο Ελυμπήσος του Κρόνου γιος κι' η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν