Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Αυτή πήγε να σηκωθή από 'κεί καθώς τον είδε. Μα δεν την άφησε. . της είπε να κάτση, γιατ' αλλοιώς θάφευγε κι αυτός: κ' έτσι ξανακάθησε στην άλλη άκρη του σκαλοπατιού Και το φεγγάρι στρογγυλοπρόσωπο, άσπρο σαν το γάλα, ολοένα ανέβαινε πιο αψηλά και ξεδίπλωνε την αχτιδένια κόμη του που ολόγυρα στο πρόσωπό του ήτονε σαν κόκκινο χρυσάφι, μα καθώς άνοιγε κ' έπεφτε πιο ανάρια κι από πιο ψηλά, γινόταν ένα πέπλο, μυριοξέδιπλο, υφασμένο απ' ασημένια σιγαλιά και θλίψη γλυκειά γλαυκή, που τύλιγε όλον τον ουρανό και τη γης μαζί σ’ ένα σβήσιμο ευτυχίας αλάλητο. . . Και το φεγγάρι ακκούμπησε τα γιασεμένια του τα μάγουλα στο τζάμι της Βεριγινίας που κειτόταν έρημη μες τη σκοτεινή της κάμαρη. . και χύθηκε ένα φωτοπόταμο αργυρόλαυκο απάνω στο κρεββάτι της. . κι αυτό περνούσε πλατύ και ήρεμο από πάνω απ’ την κουβέρτα της Βεργινίας και κατέβαινε, χωρίς να παφλάζη, κάτω στο πάτωμα και κυλιόταν αμίλητο, αργοστάλαγο, μπρος απ’την πόρτα πούβγαινε στην αυλή κ' ίσαμε τον τοίχο κι 'ανέβαινε και στον τοίχο ακόμα, όπως κάνει το νερό του συντριβανιού, ασάλευτο πάντα, μα και λαχταριστό στην ανθισμένη αφροκορφή του, ως απάνω στο ταβάνι κ' εκεί έσβηνε, χάνονταν κάτω απ’τη σκεπή. . . Της Βεργινίας το πρόσωπο έμενε στο σκοτάδι: φέγγριζε κι αυτό με τη χλωμάδα του σαν κάποιο άλλο φεγγάρι πεθαμένο- Κύτταζε η Βεργινία τη γλυκόϋπνη κι ασημένια νάρκη του ποταμιού που κυλούσε απ’ ταφάνταστα βάθη τουρανού -αναγάλλισμα μιας άλλης ζωής πιο γλυκείας και πιο αιώνιας-, που περνούσε αποπάνω απ’ αυτό το κρεββάτι του ανθρώπινου καημού και πάλι, αψηλώνοντας ως τη σκεπή, έφευγε σταπόμακρα και στα ουράνια. . . Αχ! πόθησε να πάη μαζί του, η ποθοπλανταγμένη, να σβήση τη λαχτάρα της μέσα σ' αυτής της αγαλοστάλαγης φεγγαρίσιας λύπης το γάλα το γλαυκόφεγγο το γλυκοϋπνιασμένο. . . Όταν της έδωκε ο Νίκος απόψε το υπνωτικό, το ήπιε με τον ίδιο πόθο να μην ξυπνούσε πια· ήθελε να του πη να της δώση κι άλλο ένα σκονάκι για να κοιμηθή καλύτερα, μα εκείνος έφυγε αμέσως από κοντά της- Και τώρ’ αυτός ο πόθος της για να σβήση έκαμε μέσα της φτερά, φτερούγες υπερδύναμες που αρχίσανε να σαλεύουν έτσι πούνοιωσε να τη σηκώνουν ολόρθη στο κρεββάτι.

Μετ' ολίγον ο Κιουταχής έδωκε το σύνθημα της επιθέσεως, και μετά την συνήθη δι' αλαλαγμών ευχήν των οι Τούρκοι εκίνησαν διηθημένοι εις δύω σώματα, το μεν κατά του στρατοπέδου του Καραϊσκάκη, το δε έτερον, το οποίον ήτον και το πολυπληθέστερον, κατά του Μετοχίου.

Στα τελευταία έδωκε ο Θεός και γεννήθηκε το παιδί. Μα το βασιλόπουλο, μόλις άνοιξε τα μάτια του στον κόσμο και κύτταξε τριγύρω του με τα μεγάλα γαλανά του μάτια, αντί να κλάψη, όπως όλα τάλλα παιδιά, σιγοάνοιξε το στοματάκι του κι' άρχισε να χαμογελά. Όλοι οι μάγοι και όλοι οι σοφοί του παλατιού μαζεύθηκαν απάνω από τη χρυσή κούνια να ιδούν το παράξενο μωρό.

Τα είχε ξεσκολήσει αυτά ο παπάς, μα ήθελε πάλι να τη δοκιμάση. Άπλωσε το χέρι του να την χαϊδέψη στο μάγουλο... Η παπαδιά έγεινε κόκκινη σαν τον αστακό απ' το θυμό της. Καθώς ήτανε παχειά κ' αιματώδισα, θαρρούσες πως θα σκάση. — Κάτω τα ξερά σου. Έχεις και λειτουργία αύριο, γέρο κολασμένε! — Ο Θεός είνε μεγάλος, παπαδιά. Άλλες είνε οι αμαρτίες. Η αγάπη δεν είνε κρίμα. Την έδωκε ο Θεός.

Και τον καιρόν που έκανεν αυτούς τους στοχασμούς, ο Αμπτούλ εξαναήλθεν εις τον χοντζερέ με ένα σκλαβόπουλον, που έλαμπε ωσάν ο ήλιος. Αυτό το ευγενικό σκλαβόπουλο εκρατούσεν εις το χέρι ένα ποτήρι καμωμένον από ένα κομμάτι ρουμπίνι, γεμάτο από ένα εξαίρετον κρασί, και πλησιάζοντας εις τον Καλίφην του το έδωκε να πιή.

Ας αφήσω εδώ το ξίφος πλησίον του νεκρού και όταν θα έλθη και ίδη ας τιμωρηθή μόνος του. Εις το ξίφος αναθέτω την εκτέλεσιν των λοιπών. Αφ' ου εσκέφθην ταύτα ανεχώρησα, το δε ξίφος μου, όπως προέβλεψα, έπραξε κατά την παραγγελίαν μου και ετυραννοκτόνησε και έδωκε, τέλος εις το δράμα μου.

ΧΟΡΟΣ Τον είδα, έχει γεννηθή• είν' ένα παλληκάρι ο νηός, όπου του έδωκε για γυιό του ο Λοξίας. ΧΟΡΟΣ Την ώρα που άνδρας σου απ' το ναό θα βγαίνη, αυτός, που πρώτον ήθελε μπροστά του απαντήση, θα είν' ο γυιός που ο θεός Λοξίας τούχει δώση. ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοίμονο μου! άτεκνη, άτεκνη εγώ θα μείνω, κι' ωρφανεμένο κ' έρημο θα κατοικήσω σπίτιόλη μου τη ζωή.

Αυτό δεν ήτανε και πολύ διασκεδαστικό για τους χωραΐτες· μα ο Δάφνης εφώναξε και μερικά με τόνομά τους και τους έδωκε φύλλα χλωρά, και κρατώντάς τα από τα κέρατα τα εγλυκοφίλησε.

Ταύτα δε λέγων, εξήγαγε το περίαπτόν του και της το έδωκε, μεθ' ο έτρεξεν εις το ρήγμα, διότι οι Τούρκοι ανασυναχθέντες επήρχοντο εκ νέου. Και όσοι επέζησαν της καταστροφής του Αρκαδίου δεν τον επανείδον ζώντα. Τον επανείδον νεκρόν εν μέσω τουρκικών πτωμάτων διάτρητον υπό σφαιρών και ξιφισμών και έχοντα την κεφαλήν αποκεκομμένην.

Όταν εισήλθεν εις την κατοικίαν του αυλητού, δεν εγνώριζεν ότι την στιγμήν εκείνην ο παράφρων κατείχετο υπό παροξυσμού και άμα τον είδεν έτρεξε και έκλεισε την θύραν, έπειτα έσυρε μαχαίρι, έδωκε δε εις τον ιατρόν αυλούς και τον διέταξε να παίξη. Και επειδή ο ιατρός δεν ηδύνατο ν' αυλήση, ο παράφρων ήρχισε να τον κτυπά εις τας παλάμας με μάστιγα από λουρί.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν