Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Προχωρούσε με τα λιγνά κι' αδέξια ποδαράκια του, απάνω στο ξερό χώμα, μα σε λίγο ο αγωγιάτης έφθασε βιαστικός και θυμωμένος και το γύρισε πίσω στη μάννα του. Το αθώο μικρό τον ακολούθησε παραπονεμένο. Και το δρομαλάκι απόμεινε πάλι έρημο. Μα στην ερημιά του μια ήσυχη χαρά ήτανε χυμένη και το άσπρο του χώμα σκορπούσε γύρω στην πρασινάδα μια ευθυμία παράξενη, καθώς το φιλούσε ο Ήλιος.
Έβγαλεν αμέσως τα μεταξωτά φουστάνια, έκλεισε τα χρυσαφικά σ' ένα κοχυλοστόλιστο κουτάκι κ' έλαμψε στο κατάστρωμα, με το κόκκινο μεσοφόρι και τον άσπρο σάκκο της όλη αρμονία και χάρις. Ωιμέ τ' ήταν εκείνο! τι πλάσμα ήταν εκείνο που έπεσε δώρον τ' ουρανού ή του κυμάτου γέλασμα στο σκυθρωπό σκαφίδι μας! Άλλαξεν ευθύς η έρμη ζωή του ναύτη. Το καράβι έγινε σπίτι της.
Μια λιτανεία ανέβαινε από την κοιλάδα και σε λίγο οι βράχοι καλύφθηκαν με άσπρο και κόκκινο, ανάμεσα στους θάμνους γελαστά ξεφύτρωναν τα πρόσωπα των παιδιών και κάτω από τα πουρνάρια οι γέροι βοσκοί γονάτιζαν σαν Δρυΐδες προσήλυτοι.
Αλλ' ότε η μήτηρ του, η αναγεννηθείσα αύτη εκ της αιφνιδίου χαράς γραία, αφού ετελείωσεν ο παις, συνεπλήρωσεν αυτή το άσμα, με μίαν τρεμουλιαστήν της αγάπης φωνήν τραγουδήσασα: Ν' ασπρίσης 'σαν τον Έλυμπο 'σαν τ' άσπρο περιστέρι, 'σαν το πουλάκι που κελαειδεί χειμώνα-καλοκαίρι.
Απήχαμε από το Μοναστήρι, το σκοπό του ταξειδιού μας, ως ένα τέταρτο, όταν εκατό βήματ' από το δρόμο, σ' ένα χωράφι μέσα, ευγήκε στην οξόπορτα μικρού σπιτιού, που ελαμποκοπούσε από νωπό ασβεστόχρισμα μια γυναίκα ψηλή, λυγερή, με άσπρο καθαρώτατο φόρεμα και με κάτασπρο, παχουλό πρόσωπο, απ' όσο μπορούσαμε να διακρίνωμε. Μου φάνηκε ανώτερη από χωρική και ρώτησα τον αγωγιάτη μου.
Βρίσκει ένα γέρο και 'ρωτά: — Πες μου, καϋμένε γέρο, Τ' είν' τ' άσπρο εκείνο το ψηλό μέσ' 'ς το βουνό το πέρα; Μην είν' παληό ερημόκκλησο, μη στοιχειωμένος πύργος, Μη είν' παλάτι ερημικό; — Του Ήλιου είν' το παλάτι, Του ωραίου, του ολόφωτου θεού. Αυτός γυρνά 'ς τον κόσμο Φως για να δώση και ζωή με ταις λαμπραίς του αχτίδες.
— Τι να ειπούμε; μελαγχολικός ερώτησε ο Κώστας Αξιώτης. Τέτοια νυχτιά σαν την αποψινή δεν θέλει παραμύθια· όχι δεν θέλει παραμύθια. Εδώ στον άγριον κόρφο που είμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι από το πικρό μούγκρισμα της Μαύρης θάλασσας, σαβανωμένοι από τον άσπρο θυμό τ' ουρανού ας πούμε κατιτί θεϊκό και παρήγορο. Στα παλιά χρόνια οι γέροντές μας δεν είχαν την καταδίκη που έχουμ' εμείς τόρα.
Και σαν τον είδε ο άφοβος του γέρου γιος Μενοίτη, τον πόνεσε και λόγια διο του μίλησε θρηνώντας 815 «Α δύστυχοι, των Αχαιών οπλαρχηγοί κι' αρχόντοι, έτσι λοιπόν σας μέλλουνταν, αλάργα από πατρίδα και φίλους, μ' άσπρο πάχος σας εδώ όρνια να χορτάστε.
Εδώ δα θα βάλω ολίγο κόκκινο και θαλασσί. Το λουλούδι θα γείνη με άσπρο χρυσάφι. Καταμεσής θα κεντήσω ένα κουμπάκι άλικο. Αχ! τι ώμορφο! Το εφίλησεν η αθώα κόρη το αγνόν ανθύλλιον και το έκρυψεν εις τον παρθενικόν κόλπον της, αυστηρώς περιωρισμένον.
Ακρογιαλιές πανέμορφες, νησιά χαριτωμένα, Κι’ απάνω στον νερόκαμπο να ουριοταξειδεύουν Κάθε λογής πλεούμενα, κάθε λογής καράβια.... Άλλα να τρέχουν με φωτιά, κι’ άλλα με τον αγέρα, Να ξαπετούν απάνω τους οι πεινασμένοι γλάροι Και δίπλα στες ακρογιαλιές τα κύματα να σπάζουν Από την ακροθαλασσιά, κι’ ως μες στα ριζοβούνια Κένταγε κάμπο διάπλατο, λουλουδιασμένον κάμπο, Μ’ αμέτρητα άνθια κι’ εύοσμα, μ’ αρίφνητα λουλούδια Που πιάνονταν τα χρώματα και γένονταν κομμάτια Το άσπρο με το πράσινο, το κίτρινο με τ’ άσπρο, Το θαλασσί με το σταχτί, το κόκκινο με όλα Κι’ οι παπαρούνες, χαρωπές, στα κόκκινα ντυμένες, Απλόνονταν περίφανες στ’ απέραντα λειβάδια, Σα να είτανε βασίλισσες του μυρωμένου κάμπου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν