United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κόντεψε να με χάση εκείνο τον καιρό η μάννα σου. Δεν τη ρωτάς να σου πη; Και σήκωνε ο καπετάν Λαλεχός τα μάτια του ψηλά στα κάδρα, στρήβοντας το άσπρο του μουστάκι με τα χονδρά χέρια, σαν νάστρηβε τις αλογότριχες της πετονιάς. — Ξενητειά! Μαύρη και σκοτεινή, μα έχει και τα καλά της, ρε παιδί. Καλά και καλά. Η πλατέα του Σαν-Μάρκου σου λέει ο άλλος! Θαρρώ πως είνε αυτή η ώρα.

Κοντός, παχύς, μέσατα μαύρα τσόχινα, με άσπρο υποκάμισο, με την χρυσήν καδένα του. Κ' εκράτει στερεώς την Θωμαήν από της χειρός, ίνα μη προχωρή. Αλλ' αύτη, επιθυμούσα να προχωρήση, ώρμα προς τα κάτω πάντοτε λέγουσα: — Πάμε μέσα, που φοβάσαι μη σε φάνε! και είλκεν αυτόν. — Πού πας, αδελφή; παρετήρησε τότε ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έμφοβος.

Έτσι είπε, και το Γιατρεφτή φωνάζει ναν τον γιάνει. Και βάζοντας του ο Γιατρεφτής μαλαχτικά βοτάνια, 900 τον γιάτρεψε· τι δα θνητός δεν είτανε πλασμένος. Πώς τ' άσπρο γάλα κι' άπηχτο γοργή η πυτιά το πήζει και γύρω με το χτύπημα μαζέβει χέρι χέρι, έτσι τον Άρη γιάτρεψαν αμέσως τα βοτάνια. Κι' η Ήβα νιόπλυτα σκουτιά τον λούζει και του βάνει· 905 κι' έτσι στο Δία κάθησε σιμά καμαρωμένος.

Την παράλλη μέρα, ενώ όλη η Αυλή του Βασιληά Μάρκου ετοιμαζότανε για την αναχώρησι από το Τινταγκέλ, ο Τριστάνος, ο Γκορνεβάλης, ο Καερδέν κι' ο ιπποκόμος του, φόρεσαν τους θώρακες, πήρανε τα σπαθιά και της ασπίδες τους, κι' από κρυφούς δρόμους τράβηξαν για τ' ωρισμένο μέρος. Μέσα από το δάσος περνούσαν δυο δρόμοι για τον Άσπρο Κάμπο.

Τώρα που ήρθατε εδώ πάνω θα πάμε μες την εκκλησιά: εγώ θα σας στεφανώσω. . . Και καθώς μίλαγ' έτσι το φεγγάρι, ξαφνίστηκεν η Λιόλια κι ο Νίκος κι άνοιξαν πάλι τα μάτια τους τα θαμπωμένα απ’ τη λάμψη του, για να το ιδούν: Τι άσπρο πούτον το φεγγάρι και τι λυπημένο ! σαν τη Βεργινία.

Γαλάζιο, άσπρο, μαύρο, κόκκινο η βυσσινί; εψιθύρισε σα να ρωτούσε το άγαλμα. Μα τότε είδε το κέντημα κ' έβγαλε δυνατή φωνή. — Ποιος διάολος το κρέμασ' εδώ μέσα!.. Άπλωσε το χέρι του να το ξεκρεμάση. Η Ελπίδα που κύτταξε από την κλειδαρότρυπα, καθώς άκουσε τις φωνές ετοιμάστηκε να το βάλη στα πόδια. Μα η περιέργεια νίκησε το φόβο της και στάθηκε να ιδή.

Κι όλη την ώρα συλλογιζόμουνα το έρημο δρομαλάκι, με το άσπρο, ξερό του χώμα, που δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Συλλογιζόμουνα το νεογέννητο γαϊδουράκι, που τόδιωξε τόσο άγρια ο αγωγιάτης και θαρρούσα πως τόβλεπα τώρα μεγαλωμένο, γεμάτο πληγές, να σέρνη το φορτίο του στους δρόμους, υπομονετικό και παραπονεμένο.

Ίσκιωνε ο κάμπος χαμηλά κ' η ρεματιές θολώναν, Τ' αεράκι κρυφομίλαε με του βουνού τα φύλλα, Γυρνούσαν από τες βοσκές τ' άγρια πουλιά της έρμου, Σα λιθοσώρι ο χρυσαετός ατάραγος κι' ολόρθος Ανάκραζε το τέρι του μες του γκρεμού το φρύδι, Αράδιαζε από διάρραχο μικρό κοπάδι κι' άσπρο Και κάπου ακουόταν σαλαγή, κάπου βραχνή φλογέρα.

Μα αχώριστοι κι' οι Δαναοί βαστούνε, κι' άγρια αντάρα σηκώσανε οι στρατοί κι' οι διο, κι' οχ τις χορδές πηδούσαν σαΐτες, κι' οχ τις δυνατές τα στεριοφράξα χούφτες άλλα σε σάρκες μπήγουνταν αντρών παλικαράδων, 315 όμως πολλά και πέφτανεπριν άσπρο κριάς αγγίξουνστη μέση χάμου, αθρώπινη σάρκα να φαν διψώντας.

Τώρα μπορώ να κάθωμαι εγώ στεφανωμένος να πίνω και να τραγουδώ; Το σφάλμα είναι δικό σου που δεν μου είπες τίποτα γι' αυτήν την δυστυχία. Και τώρα πού την θάψανε; Πού είναι να τους εύρω; ΘΕΡΑΠΩΝ Στον δρόμο που στην Λάρισα πηγαίνει κατ' ευθείαν έξω απ' τα προάστεια· εκεί θα ιδής τον τάφο όλον από άσπρο μάρμαρο, καλοπελεκημένον.