Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Σαν φθάσουμε, με το καλό, στο χωριό, είπεν η Θωμαή τότε, να δώσης πίσωτον Άη Γιώργη την χρυσή του καδένα, γιατί δική του είνε. Δεν κάνει να την έχης επάνω σου. Και μετ' ευλαβείας ασπαζομένη αυτήν και προσψαύουσα, εθεώρει το παράδοξόν της σχήμα και την βυζαντινήν της παλαιάν τέχνην, ως να την έβλεπε πρώτην φοράν. Το ατμόπλοιον προσήγγιζεν ήδη εις το μικρόν χωρίον.

Ύπαγε οπίσω μου, Αμελέτητε, ύπαγε οπίσω μου!... έκανε σαστισμένος ο Συμεών. — Τόρα τους έχουμε πλάι στο κελί μου, πάτερ Συμεών, κλειδωμένους. Εγώ είπα να τους απολύσουμε, να παν στην ευκή του Χριστού και της Παναγίας, κι' ας το βρουν απ' το Θεό μια μέρα, δεν μ' άφησαν όμως οι πατέρες, και στείλαμε για τον αστυνόμο στο χωριό.

Μα να φεύγουν οι φτωχοί ζευγολάτες από το χωριό τους για να παν στις πολιτείες και στην ξενιτιά, είτε για να πλουταίνουν είτε για να σπουδάσουν και να γίνουν μεγάλοι άνθρωποι, ― αυτό ποτέ δε βγαίνει σε καλό τους. Κανείς απ' αυτούς δεν έγινε ποτέ ούτε πλούσιος, ούτε βγήκε μεγάλος. Οι εξαίρεσες είναι τόσο σπάνιες, που μήτε λογαριάζονται.

Τση τάπα 'γώ, καιρός περασμένος, τα όσα τση πρέπουνε κιαπό τότες δεν εμιλήσαμε· κια δε σύρη χέρι απού το παιδί μου, θα τήνε κάμω να φύγη απού το χωριό. Εγώ τηνε λυπούμαι έτσα που κατάντησε και δεν πιάνει άθρωπος χρουσό μήλο από τα χέρια τση, μα δεν ντρέπεται και καθόλου. Πετάχτηκα έξω, περισσότερο για να μην ακούω τα σκληρά λόγια της μάνας μου.

Έκαμαν τη δουλειά τους μισή. Αυτές οι μισές οι δουλειές είταν που μας αφάνησαν τότες. Είμουνα δέκα μηνώ νοικοκύρης, κ' η Χριστίνα μου είχε στην αγκαλιά της το πρώτο της, αχ, και το στερνό της! Μήτε χωράφι είχαμε μήτ' αμπέλι. Σερμαγιά μας είταν η βαρκούλα μου και τα δίχτυα μου. Πριν ακόμα να λευτερωθή η Χριστίνα πέρασαν κι από το χωριό μας και μάζευαν οι δικοί μας ό,τι μπορούσαν.

Και να ο Έφις, που ανηφορίζει το δρόμο προς το χωριό. Η αυγή είναι σχεδόν κρύα και οι λευκοί λόφοι μοιάζουν σκεπασμένοι με χιόνι. Τα μικρά βουνά, πάνω από τα χωριουδάκια τα σκορπισμένα στην πεδιάδα, μετά το Κάστρο, καπνίζουν σαν σκεπασμένα καμίνια από κάρβουνο και όλα είναι σιωπηλά και νεκρά στο ρόδινο πρωινό.

Κλεφτρίνες, πλειο, κακές κλεφτρίνες, παιδάκι μ'! Τ' ακούς εσύ, όποτε έφερνε μπόρα, κι' όλες η νοικοκυράδες κι' η αργατίνες η παρακατινές, που μάζευαν της εληές στον κάμπο, εφορτώνονταν βιαστικά τα κοφίνια τους κ' έτρεχαν για το χωριό, αυτές η δυο μαυροφόρες, η Γιαρούδαινα κ' η Τούρκα, η μάνα της, έπαιρναν της κόφες τους κ' έτρεχαν για τα χωράφια! Ο λύκος στην ανεμοζάλη, πλειο....

Και 'ςτής Μαριώς παν' το χωριό και δείχνουνε 'ςταίς κόραις Αράδα-αράδα την ποδιά, και την γνωρίζουν όλαις. Μέσα ςταίς άλλαις έρχεται και της Μαριώς η αράδα, Και κοκκινίζει από χαρά και παίρνει και την ζώνει. Τήνε γνωρίζουνε με μιας του βασιληά οι ανθρώποι, Και τήνε παίρνουνε μαζή, την φέρνουν 'ςτό παλάτι Παίρνουν αυτοί το τάμα τους, και ο βασιληάς την κόρη.

Άντρες και γυναίκες, δίπλωναν τες φλοκάτες τους σταυρωτά κατά πίσω, τες πίστρωναν ύστερα σα προσκέφαλα κ' εφορτωνόνταν ένας με τον άλλον τα θεόρατα μάρμαρα. Ως που φορτώθηκαν όλοι κι ως π' αναλήφτηκαν από μπροστά οι άσπροι σωροί. Όταν ξεκίνησαν τον κατήφορο κατά το χωριό, χάραζε.

Και καταβάντες τον λόφον, επλησίασαν εις τα πρόθυρα του χωρίου. Ουδείς παρετήρησεν αυτούς. Μία μόνον γυνή, ήτις εκάθητο υπό δένδρον τι παρά την θύραν της καλύβης της, κρατούσα ηλακάτην, έστρεψε το βλέμμα προς αυτούς. — Από πού έρχεσθε; τους ηρώτησε. — Από το χωριό μας, απήντησεν ο ΓύφτοςΚαι τι θέλετε; — Περαστικοί είμασθε απ' εδώ. — Και πού πάτε τάχατες; — Στα χωράφια μας, είπεν ο Πρωτόγυφτος.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν