Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
— Φυλάκιση κουμπάρε μου.. Μούπε μάλιστα να του το χρεωστώ και χάρη που δεν την έβαλεν α υ σ τ η ρ ά. Θάχω όλη την ελευθερία να γυρίζω στο καράβι, κι' από δουλειά τίποτα. — Καλός είσαι και συ!
Αυτός ο γέρος, αφού κάθησε κοντά τους, έτσι τους μίλησε: — Εγώ παιδιά μου, είμαι ο γέρο Φιλητάς, που πολλά τραγούδια τραγούδησα σ' αυτές εδώ τις Νύμφες και πολλές φορές για χάρη εκείνου εκεί του Πάνα έπαιξα το σουραύλι· κι ωδήγησα μεγάλο κοπάδι βοϊδιών μονάχα με τη μουσική. Κ' ήλθα τώρα να σας φανερώσω όσα είδα και να σας ειπώ όσα άκουσα.
Ξέρεις σαν τι μου φαίνεται η δοξασμένη αυτή «Επτάλοφος;» Σαν είδος εφτάψυχη αμαρτωλή που έγεινε ρεζίλι στις αγκάλες των παιδιών της και των ψυχοπαιδιών της, που γέρασε στη κακορριζικιά, και πάλι στο μέτωπό της λάμπει μια χάρη, η αναπνοή της — αυτό τ' αγέρι που μας χαδεύει — έχει μια γλύκα και δροσιά, που στέκεσαι και ρωτάς: γίνεται μαθές αυτή η παραλυμένη νάχη τέτοια κάλλη παρθενικά; Τι να τρέχη εδώ!
Κι' ο Παύλος της είπε: — Χάρισμά σου. Κ' όταν την βαρεθής, βγάλε τη χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά σου, τρύπησέ μου την καρδιά και πάρε τη ζωή μου, να μην τη χαρή άλλος στον κόσμο. Η Παυλίνα γέλασε από χαρά για το νέο του χάρισμα και τον φίλησε στα μάτια. Έπειτα σήκωσε το μικρό της χεράκι στα μαλλιά της και δοκίμασε κρυφά με το δάκτυλο της τη μύτη της χρυσής καρφίτσας, για να ιδή αν τρυπάη καλά.
Να μην το κουνήση πια κανείς από 'δώ μέσα ! σωστό νοσοκομείο το κάμαμε ! Μηδά τόθελα εγώ που άργησα; Να, μ' έμπλεξαν κάτι φίλοι, δε μ' αφήσανε να φύγω : με κοροΐδεύανε για την παντρειά μου και με το δίκιο τους που τα μπλάστρωσα και γίνηκα νταντός και νοσοκόμος!. . . Μόλις άκουσε τη μιλιά του η Βεργινία, στέγνωσαν τα δάκρυα της και με μια φωνή σαν πνοή που προσπαθούσε να βάλη και λίγο γέλοιο μέσα στο παράπονό της, του είπε: Φοβήθηκα μήπως δεν ξανάρθης!-και πάλι τα μάτια της αρχίσανε να τρέχουν. . . Μα ο Νίκος δεν άκουσε και δεν είδε τίποτα, μόνο έλεγε παρακάτω: Έπειτα ήξερα που είχες την Ευρυδίκη κοντά σου: μούπε πως θα κάτση να σου κάνη συντροφιά ίσαμε που να γυρίσουμε. . Ως που να το καταλάβωμε, πέρασε η ώρα.-Το περισσότερα έμεινα για χάρη τον κοριτσιού, που τόχομε τώρα ένα μήνα μανταλωμένο εδώ μέσα και δεν είδε μέρα Θεού: ήθελε νάκανε ένα γύρο το κορίτσι και το λυπήθηκα. Θέλεις να σου δώσω τίποτα να πιής;-την αρώτησε βλέποντας την που ξεροκατάπινε.
Χάρη νάχης τον Άη Γιάνη, που πήγα και λειτουργήθηκα σήμερις, και δεν ξεχυμίζω μαθές τώρα με τα νύχια μου να τα χύσω τα μάτια σου που η γλώσσα σου νισάφι δεν έχει. Περμ. Και δεν κοιτάζεις, θεότυφλη, να τηνε δης την κοπέλλα στο παραθύρι της εκειδά, που στέκεται ολομόναχη; Πιπ.
Δεν είμαστε πια στο τραπέζι δεκατρείς όταν έρχεται ο μουσαφίρης. Παρίσι, 1891. Μια φορά κ' έναν καιρό, είτανε μια μικρή, μικρούτσικη χώρα. Αχ! τι χάρη που την είχε η μικρούτσικη πολιτεία. Τι νόστιμοι που είταν οι μικροπολίτες! Πόσο μπόι λες τάχατις να είχαν; Οι μικροπολίτες είταν κοντούτσικοι, ψιλούτσικοι, ομορφοκαμωμένοι κ' ίσια μ' ένα δάχτυλο μεγάλοι.
Έφτασε μπροστά στη Νοέμι και βλέποντάς την αναστατωμένη σταμάτησε, ενώ εκείνη ακουμπούσε βαριά με το ανοιχτό της χέρι στον τοίχο για να μην πέσει, τόσο πολύ την είχαν ταράξει η επιθυμία και ο τρόμος να μιλήσει στον διαβάτη. Εκείνος όμως ρώτησε. «Τι συμβαίνει, Νοέμι;» Κι εκείνη ένιωσε να λιγοψυχά, να θέλει να φωνάξει βοήθεια. «Πρέντου, κάνε μου μια χάρη.
Και για ν' αφήσουμε τους μεγάλους εκείνους πατριώτες στην ησυχία τους, κάμε μας τη χάρη και πες μας με το μελίρρυτο στόμα σου, τι καλό μας έκαμαν ως την ώρα οι μετοχές και τα παρέμφατα, που τα σπείρετε σαν πατάτες στη Ρούμελη, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο; Ως πότε πια θα νανουρίζουμε τακαμάτικο αυτό το έθνος μ' ανωφέλητα λόγια, με παλιές ιστορίες; Πότε θα του βάλουμε σπίρτο στο ρουθούνι να το ξυπνήσουμε; Ξύπνησέ το έτσι το έθνος, κι αυτό μονάχο του θα τις θυμηθή τις περασμένες τις δόξες.
Μα του Διός αν σεβαστείς τις κόρες σα ζυγώνουν, τότες σ' ακούν τη δέηση, μεγάλα σ' ωφελούνε· μα χάρη όπιος τους αρνηθεί κι' όχι τους λέει με πείσμα, 510 παν τότες και περικαλούν το γιο του Κρόνου Δία να σμίξει με τη Φρένια αφτός, για να βλαφτεί και πάθει. Μον τίμα, αγόρι μου, κι' εσύ τις κόρες του μεγάλου Διός, που λύγισαν πολλών νου φρόνιμο στον κόσμο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν