Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
— Δος μοι τούτον τον ξένον!.. . . Πρέπει να ιδήτε την λιτανείαν του Επιταφίου κατά την αυγήν, ότε δεν είνε ούτε ημέρα ούτε νυξ ή μάλλον με ολίγην ημέραν και πολλήν νύκτα, με ολίγον φως και με πολλά άστρα, καμμιά φορά με σελήνην λειψίφωτον, ότε το θέαμα γίνεται υπερκατανυκτικόν, με ολίγας αηδόνας και πολλά πρωινά πουλιών χαιρετίσματα, με ολίγον ευωδιάζοντα άρωμα πρωινόν αέρα και με πολύ θυμίαμα· και κάτω το κύμα μελανόφαιον, εφ' ου ν' αντανακλώνται των ιερών λαμπάδων αι χρυσαί λάμψεις.
Δεν μπορούσε να κρατήσει η έχθρα μας! Ο Τσουαναντόνι μου κλαίει κάθε φορά που γυρίζω από το κτήμα, κλαίει και λέει: γιατί οι κυρίες με έδιωξαν; Και παίρνει το ακορντεόν και έρχεται να παίξει εδώ, πίσω από τον τοίχο. Λέει πως κάνει σερενάτα στην ντόνα Νοέμι.
Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να πιάση το βυζί της μάννας του, παρά ό,τι τούδιναν πια με το κουταλάκι ή με το ρογοβύζι, κι αυτό, το περισσότερο, το ξερνούσε:-θάλεγε κανείς πως κι απομέσα του ήτον κούκλα γεμάτη πίτουρα που άμα μια φορά μουσκέψουνε δεν πίνουν πια. . . Σαν ήρθε η θεια Ελέγκω και το είδε καταλυπήθηκε και κούνησε απελπισμένα το κεφάλι της.
Κ' έτσι διαφεντεύοντας και λογομαχώντας, καταντούσανε σωστοί πατριώτες στα γερατειά τους. Πήγε μια φορά ο Προεστός μας στον πύργο ενός Χασάν Αγά, πήρε μαζί και ταγόρι του. Πρώτη φορά δεν είταν που τον έβλεπε ο Αγάς τον Ηλία, μα φαίνεται πως ποτές δεν τονε καλομάτιασε καθώς αυτή τη φορά, γιατί κι αρνί τους έσφαξε, και να τραγουδήση τον έβαλε τον Ηλία. Και τους τραγούδησε ο Ηλίας.
Ο πατέρας μου, — ναι, μου φαίνεται, τον βλέπω, ΟΡΑΤΙΟΣ Ω! Κύριε, πού; ΑΜΛΕΤΟΣ 'Στον οφθαλμόν του νου μου, Οράτιε. ΟΡΑΤΙΟΣ Μία φορά τον είδα· εξαίσιος βασιλέας! ΑΜΛΕΤΟΣ Αχ! ήταν άνθρωπος, 'πού, εις όλ' αν θα τον κρίνης, δεν ελπίζω εις την γην να ιδώ τον όμοιόν του. ΟΡΑΤΙΟΣ Κύριε, λογιάζω πως εψές τον είδα. ΑΜΛΕΤΟΣ Είδες συ; ποίον; ΟΡΑΤΙΟΣ Τον πατέρα σου, τον βασιλέα.
Δεν άφησα να βγάλουν τα παιδιά, να τα βάλουνε σε χωριστό τραπέζι. Μια φορά να πέση πουθενά ο θάνατος, πέφτει πέφτει κι ανασαμό δεν έχει. Ένα χρόνο, έναν αλάκαιρο χρόνο, έκαμε ο Χάρος βίγλα τριγύρω στο σπίτι και τώρα εμένα θαρπάξη. Μη! Μη! Πότε φέγγει; Στις πέντε. Στις πέντε, πεθαμμένος. Τέλειωσε, πάει!
Μαζί του κατέβαινε η σαλάτα που κολυμπούσε στο λάδι, μαζί του ταυγά τα τηγανιτά, μαζί του το κομματιαστό το γουρουνάκι, το τυρί, τα κάστανα, τα καρύδια — τίποτις μονάχο του δεν κατέβαινε. Και κάθε φορά "Εισυγεία!„ Την μπουκάλα ο κυρ Γιάννης στο πλάγι, και δος του Κισαμιώτικο. Κατά το τέλος περουνιάζει κι απόνα κοψίδι κρέας και τα προσφέρνει τω γυναικώνε με ποτήρι κρασί. Τιμητικό συνήθιο κι αυτό.
Με τα μούτρα κάτω στα τρίσβαθα. Ένα γκοπ! τρομακτικό ακούστηκε, το καράβι σείστηκε συθέμελο και οι αρμοί του σαν να γινόντανε χίλια κομμάτια, τρίξανε με μιας από πλώρη σε πρύμη, από κουβέρτα σε καρένα, ένα τρίξιμο χαμού. Πρώτη φορά τα χρειάστηκε ο Καπετάν-Μοναχάκης. Έδωκε ο Θεός και δεν κοιμήθηκε το καράβι. Δεύτερο κύμα ζωντανό χύθηκε από τη μάσκα κ' έλουσε πρύμα-πλώρα το καράβι.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κι' άλλα πολλά• μα ό,τι εγώ κι' αν μάθω μια φορά καλά, την άλλη ώρα τα ξεχνώ, από τα χρόνια τα πολλά. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μπα, και για τούτο έχασες λοιπόν το φόρεμά σου; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Το κ α τ α φ ι λ ο σ ό φ η σ α , δεν το 'χασα. «Της έχασα όπου έπρεπε !» — Και σφάλμ' αν είν' ακόμη τράβα να πάμε, κι' άκουσε την πατρική τη γνώμη.
Ο Σβεν ήξερε καλά πως δεν έπρεπε να έχη ποτέ φόβο από τη μαμά, αυτή τη φορά όμως έχασε το θάρρος. Γιατί τώρα θυμήθηκε που του είχε πει πως θα τον δείρη κι όταν αντίκρυσε τον μπαμπά, τον έπιασε αμέσως τρόμος. Γιατί ο μπαμπάς φαινότανε σοβαρός κ' είπε με πολύ αυστηρό τόνο: — Τώρα πρέπει να πάρουμε το ξύλο, Σβεν. Γιατί, καθώς θυμούμαι, σου το έταξε η μαμά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν