Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Όνειρο ήταν η ελπίδα μου. Οι καπνοί όλο και πυκνότεροι εγινόνταν· ψηλά, χαμηλά μας έζωναν περίγυρα και δεν εξεχώριζα παρά καμμία φορά άσπρον τον αφρό θεόρατου κυμάτου, πράσινου σαν αλογόπετρα. Κατά το μεσημέρι κάπως αραιώθηκαν οι καπνοί και είδα μακριά, τον ίσκιο ενός μπάρκου, που εκαταίβαινε με τα πανιά του τρίγγου και της αμπασογάμπιας.

Μα η Χλόη, επειδή τότε πρώτη φορά άκουσεν αυτό που λεν αντίλαλο, πότε έβλεπε κατά τη θάλασσα, ενώ οι ναύτες ετραγουδούσανε με το πρόσταγμα, πότε εγύριζε κατά το φαράγγι, ζητώντας εκείνους που αποκρίνονταν.

Το μετάξι καθαυτό είτανε γνωρισμένο, αφού σε πολύ πιο παλιούς καιρούς κατασκευάζανε λαμπρά μεταξωτά και στη Συρία κι αλλού· πολυέξοδο όμως, επειδή έφερναν το υλικό από την Κίνα με μεγάλους κόπους, με βαρειές θυσίες, και μέσον Περσίας. Πλέρωνε δηλαδή η πραμάτεια φοβερούς φόρους, και καμιά φορά σαν είχαμε Περσικούς πολέμους δεν περνούσε κιόλας. Από θάλασσα πάλε η μεταφορά του ακόμη πιο δυσκολώτερη.

Τότε εθαύμασε για πρώτη φορά και τα μαλλιά της ότι ήτανε ξανθά και τα μάτια της ότι ήτανε μεγάλα σαν του βωδιού, και το πρόσωπό της πιο άσπρο αληθινά κι από το γάλα των γιδιών, σαν να πρωτοαπόκτησε τότε μάτια κι' όλο τον άλλο καιρό πριν ήτανε στραβός. Μήτε φαΐ έτρωγε πια παρά όσο για να το δοκιμάζη· και πιοτό, αν καμμιά φορά ένοιωθε ανάγκη, έπινε μόνο όσο για να βρέξη το στόμα του.

Εν γένει δεν σε πιάνει κανέν από τα σοβαρά νοσήματα, αλλά, και αν σούρθη καμμιά φορά κανένας ελαφρός πυρετός δεν τον αφήνεις να σε κυριεύση, αλλ' αφού τον υποφέρεις ολίγον, σηκώνεσαι και τον τινάζεις πέρα, αυτός δε φεύγει τρομασμένος που σε βλέπει να πίνης κρύο νερό και ν' αδιαφορής τελείως δι' όσα λέγουν οι γιατροί.

Μ' έκαμαν να δείρω τα παιδιά μου, δίχως αφορμή, . . . να σηκώσω χέριτη γυναίκα μου! . . . μ' έκαμαν να υποψιασθώ, την αφεντειά σου πως μ' εγέλασες . . . μ' έκαμαν να μεθύσω . . . να γείνω τάβλα . . πρώτη φοράτη ζωή μου.

Επάνω εις αυτό ο Διονυσόδωρος ηρώτησε τον Κτήσιππον·Και δεν είναι αρά γε δυνατόν διά τους σιωπώντας να ομιλούν; — Όλως διόλου αδύνατον, απήντησεν ο Κτήσιππος. — Και διά τους λαλούντας επίσης να σκοπούν; — Ακόμη ολιγώτερον. — Έτσι λοιπόν όταν ομιλής διά λίθους, ξύλα, σίδερα, δεν ομιλείς διά σιωπώντα πράγματα; — Κάθε άλλο, φίλε μου, αν τύχη μάλιστα να περνώ από γύφτικα· εκεί δα θακούσης τα σιδερικά να φωνάζουν και να σκούζουν, αν τα εγγίξη κανείς· ώστε αυτή τη φορά γελάστηκες, φαίνεται, από υπερβολικήν σοφίαν, και δεν κατάλαβες πως δεν είπες τίποτε· αλλά απόδειξέ μου τώρα και το άλλο, πως είναι δυνατόν διά τους λαλούντας να σιωπούν.

Και κάθε φορά που τα δίπλωνε τα μοσκομυρισμένα συγύρια της και τα ξαναστοίβαζε, κοντοστέκουνταν και λίγο και συλλογιότανε το τι ερωτιάρικα λόγια θα του ξαναπή αύριο του καλού της σαν τον ανταμώση το βράδυ καταπώς συφωνήσανε, και ποια μέρα θα βάλουνε κιόλας για τον καθαυτό τον αρραβώνα, που πρέπει να τελεστή κι αυτός με την τάξη του, να την αναγνωρίσουνε νύφη τους κ' οι συμπεθέροι.

Όσο για μας, αν δεν απομακρύνης μια για πάντα τον ανηψιό σου, θα τραβηχτούμε στης βαρωνείες μες παίρνοντας και τους γείτονες μας μακρυά από την αυλή σου, γιατί δεν μπορούμε ν' ανεχτούμε να μένη περισσότερο εδώ. Βασιληά, διάλεξε μεταξύ των δυο! — Άρχοντες, μια φορά επίστεψα στα βρωμερά λόγια που λέγατε για τον Τριστάνο, και μετάνοιωσα.

Μια φορά, άλλοτε: ήμουν ο πληγωμένος τραγουδιστής που έσωσες όταν έβγαλες από το σώμα του το φαρμάκι με το οποίο ήταν δηλητηριασμένη η λόγχη του Μόρχολτ. Μην κοκκινίζης, τρυφερή κόρη, όπου γιάτρεψες αυτές της πληγές.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν