Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Αυτήν τη φορά, την ορμήνεψαν να μην πάρη πατριωτάκι, μα ξένο, για να μη λάβη θάρρος μαζί της. Επήρ' ένα κορίτσι από ξένα μέρη, απ' τη στεριά την αντικρινή, φτωχό, έρμο και σκοτεινό. Το ανάστησε, το πόνεσε, το μεγάλωσε. Η ψυχομάννα λύσσαξε, σκύλιασε, απ' το κακό της. Της ήρθεν, ευθύς, να την πετάξη όξω, αφού την γδύση, και να την αφήση με το πουκάμισο.
Ναι μεν ο Θεός δε θέλει την απληστία και την προσήλωση στα εγκόσμια, αλλά μήπως πάλι το τροπάρι δε λέη: «Τα καλά και συμφέροντα... παρά του Κυρίου αιτησόμεθα »; Και δος του γράμματα απάνω σε γράμματα ο παπάς. Η Αννίτσα ξαφνίστηκε στην αρχή. Πολλές φορές της είχε πει η ψυχομάννα της γι' αυτό το ταξίδι, μα πρώτη φορά της μιλούσε τόσο αποφασιστικά. — Να πάμε, παιδί μου, να πάμε.
— Τι να σου κάμω, Αρφανούλα μου, έλεγε δικαιολογούμενος ο Ξυλοπόδαρος. Πρώτη φορά που εγελάσθηκα. Αλλά πάλιν δεν εγελάσθηκα. Η θέσις εκείνη ήτανε αληθινά διά καφενείον. Αλλά το καφενείον θέλει και καφετζήν. Ο Σπύρος ενόμισεν ότι ο καφετζής πρέπει να κάθεται και εδώ είνε που την έπαθε. Κανένας δεν πρέπει να κάθεται, Αρφανούλα μου, όταν έχη δουλειά.
Ο παπάς, μια φορά, δυο φορές, άρχιζε να τα χρειάζεται ο άμοιρος· να γίνεται σαν το κερί, να λυώνη. Έπαψε κιόλα να παγαίνη καταμόναχος στο κοιμητήρι. Ημέρα νύχτα εκατακλειώταν σπίτι του κ' εδιάβαζε τάγια του, κ' εδιάβαζε τα ιερά του.
Εκείνη τη φορά ο Αράπης τον έφαγε, θα τον άρπαξε, ως φαίνεται, κανένα κύμα εκεί που κατέβαινε από πάνω από την πλώρη 'ς την κουβέρτα. Γιατί τη στιγμή που άνοιξε τον Αράπη κι' εστάθη 'ς τα πόδια της η σκούνα, εκαταλάβαμε ένα δυνατό τίναγμα κ' εσείσθηκεν όλο το σκάφος. Πόσους τρώγει έτσι η θάλασσα! — Παπαδράκο! εφώναξα τρεις φοραίς απόξω από τα Ψαρά, όταν καταλάβαμε πλεια πώς έλειπεν ο καϋμένος.
Πραγματικώς η μητέρα μου είχεν αρχίσει πάλιν νανησυχή. Και τα περάσματά μου από το δρόμο της άρρωστης έμαθε και τη ψυχική μου μεταβολή έβλεπε. Κάθε φορά που φίλοι μου με καλούσαν στο κυνήγι έδειχνα ανορεξιά ή απόφευγα. Κιόχι μόνο μελαγχολικός φαινόμουν, αλλά κιαδυνάτιζα κέχανα το χρώμα μου. Μια μέρα μου λέει: — Γιώργη παιδί μου, δε μαφουκράσαι και θα με σκάσης.
Αλλ' ο κάπηλος ίστατο συλλογισμένος και ηρνείτο αποτόμως να κεράση, λέγων ότι κατά το έτος τούτο δεν είχε σκοπόν «να το κάμη φόρα» προς χάριν κανενός, διότι άλλοτε, όπου είχε φανή φιλότιμος με το παραπάνω, την είχε πάθει στα γερά.
Η φύση δε σου χάρισε Καρδιά να μη πονάς. Τηράς την ψεύτραν Άρτεμι; Δεν ξέρεις, σε γελάει, Και με τον Ενδυμίονα Κρυφά συχνομιλάει. Τη νιότη χάρου, Κόρη μου, Ογλήγορα απανθεί, Και αφού τινάς την έχασε, Χαμένα την ποθεί· Ή ζήσω τη ζωή μου μεγάλος και λαμπρός, Ή πάλι την περάσω σε φτώχια και μικρός, Μη θέλα βρω στο τέλος σ' εκείνα διαφορά; Και το 'να και το άλλο θα πάψουν μια φορά.
Δεν είνε λοιπόν παράδοξον διότι της εγεννήθη η ιδέα ότι ο υιός της θα ήρχετο μια φορά τα Χριστούγεννα, επειδή ο ναός ούτος των θερμών μεριμνών της ετιμάτο με την Γέννησιν του Σωτήρος.
«Ποτέ δεν αποθαρρύνομαι!» εφώναξε. «Μία επίσκεψις εις τον Μύλον! καλησπέρα εις τον μυλωθρόν, καλησπέρα εις την Μπαμπέττα. Δεν πέφτει κανείς, εάν δεν το σκεφθή. Πρέπει τέλος πάντων να με ιδή η Μπαμπέττα μια φορά. Θέλω να γίνω άνδρας της!» Ο Ρούντυ εγέλα, είχε φαιδράς διαθέσεις και εβάδισε προς τον Μύλον. Ήξευρε τι ήθελε: ήθελε να έχη την Μπαμπέτταν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν