United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα χέρια του άκοπα χτυπούνε, σφάζουν Σκορπά, ανταριάζεται, φεύγει ο εχθρός. 'Σ το δρόμο του άξαφνα του λύεται η χαίτητην πλάτη ανέμισε σα δυο φτερά Τότε του φώναξαν. — «Στάσου, Λαμπέτη, «Άφησε κ' ένανε γι' άλλη φοράΚι' αυτός δεν ένοιωθε ποιος τόνε κράζει Πάντα εσαλάγαγε τη Λιαπουριά, Ταγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει... Άστραψ' εβρόντησε μια πιστολιά,

Αλλά και εις το τρέξιμον τους γυμνάζομεν, ούτως ώστε και εις τον πολύν δρόμον ν' αντέχουν και εις τον ολίγον να είνε ταχύτατοι και ελαφροί. Και δεν τρέχουν επί στερεού εδάφους, το οποίον να παρέχη αντίστασιν, αλλ' εις άμμον βαθείαν, όπου το πόδι δεν ευρίσκει στερεάν βάσιν, αλλά βυθίζεται, διότι η άμμος φεύγει υπό την πίεσίν του.

Τι κάνεις; Μπορεί να κατέβουν και να μας εύρουν κλεισμένους εδώ. Ε λ έ ν η Δεν υπάρχει φόβος. Όλοι λείπουν. Η μαμά σου και ο θείος παν να συνοδεύσουν την κ Βιλή, που φεύγει. Τα κορίτσια παν εις την μοδίστρα, όπου θα σε περιμένουν, ως και μένα για τα μαγαζειά. Ώστε, είμεθα μόνοι. Κ ώ σ τ α ς Αδιάφορον! Ε λ έ ν η. Δεν σ' αφίνω να περάσης.

Τώρα πλεια οι ψήφοι μάς περισσεύουν! Αλλ' ο Μανώλης ο Πολύχρονος, λίαν πεπειραμένος περί τα τοιαύτα έσεισεν οικτιρμόνως την κεφαλήν και του είπε·Αχ! δεν ξέρεις, παιδί μ', απ' αυτά. Το ψάρι, ενώ θαρρείς ότι το κρατείς, έξαφνα γλυστράει και φεύγει. «Χάνος είμαι, χάνομαι . . . μπέρκα 'μαι, δεν πιάνουμαι . . . γιούλος είμαι σε γελώ . . . και τα δίχτυα σου χαλώ».

Έτρεξε ο Νίκος να τηνέ σήκωση κ' εκεί που την τραβούσε απ' τα δυο της τα χέρια, γονάτισε κι αυτός και το στήθος της, το ζεστό και σαν πουπουλένιο, ακκούμπησε απάνω ατό δικό του και τα χείλια του, τα φλογισμένα, έπεσαν απάνω στα δικά της κ' η πνοή της, που ήτανε σαν του φρέσκου ψωμιού την άχνα, τούρθε μες στο στόμα του. . . Τότες τη Λιόλια την έπιασε μιαν αλλοιώτικη τρέμουλα: θυμήθηκ' εκείνο το βράδυ που την πρωτοφίλησε ο Νίκος;-τώρα έξαφνα τρόμαξε από την μοναξιά ολόγυρά της; ή έτρεμε καταπώς τρέμει το φύλλο της λεύκας στο κοτσανάκι του μόλις που ορθρίση, πριν ναρθή το αγεράκι της αυγής να το φιλήση και σαν το νερό που κοιμάται κι απαντέχει τον ήλιο να το χρυσώση ; . . . Μονομιάς βρέθηκε ολόρθη κι άρχισε να τρέχη όχι πια να τρέχη μοναχά, μα να φεύγη : έτσι φεύγει το ζαρκάδι μπρος απ’ τον κυνηγό, το χελιδόνι μπρος απ’ το γεράκι. . . Κι άξαφνα στα μάτια της μπροστά φάνταξ' ένα φέγγος, σαν από χιόνι σταματημένο ανάερα, ακίνητο, με μίαν αχνή ρόδινη γλύκα στην ασπράδα του και σα μέσα σ’ ένα αθώρητο δίχτυ από χρυσές αχτίδες.

Χάνει από τα μάτια του ένα άνθρωπο ζωντανό, κι' εκείνος, που φεύγει και πάει, κι' εκείνος που μένει πίσω, και δε χάνει έναν πεθαμένο. Ο καρβανάρης ο Ρόβας έσχιζε από τη μια την άκρη ως την άλλη την πλατύχωρη αυλή του χανιού, κι' έλεγε: — — «Τελειώστε γλήγορα· πέρασε η ώρα». Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού!

Τ' ομολογώ επλανέθηκα στον άγνωμο σκοπό μου· Και καταφρόνια ανέλπιστα θωρώ με θαυμασμό μου· Μικροί μεγάλοι με μισάν· κανένας δε με θέλει. Αν είμαι, ή αν δε βρίσκομαι, τελείως δεν τους μέλει. Και σα να μ' είχαν όχτρητα το πρόσωπο γυρίζουν, Αλλ' ως κι' οι φίλοι μου οι παλαιοί, κι' αυτοί δε με γνωρίζουν· Κι' αν κανενός αποκοτάω δυο λόγια να μιλήσω, Φεύγει με πάτημα γοργό, μηδέ τηράει οπίσω.

Κι' όσο κι' αν έσπρωχνε ο φονειάς το μυστικό το ξύλο Τόσο ο καπνός τον έπνιγε, τόσο θεριεύει η φλόγα. Διώχνει το γύφτο η αναλαμπή κι' ο κόσμος τρομασμένος Φεύγει το στόμα του στοιχειού. Ανάφτουν τα δεμάτια Πούσαν τριγύρω σωριαστά... Του ρουπακιού τα φύλλα Φωτοκαμμένα ρεύουνε... Κανένας δεν ξανοίγει Πούναι του Διάκου το κορμίαυτήν τη καταβόθρα.

Εάν δεν ήτο εκ χαλκού, αλλ' από ξύλον, τίποτε δεν θα ημπόδιζε να είνε όχι του Δημητρίου έργον, αλλά τεχνούργημα του Δαιδάλου• διότι, ως λέγεις, και αυτός φεύγει από το βάθρον του. Πρόσεξε, Τυχιάδη, είπεν ο Ευκράτης, μη μετανοήσης διά τους εμπαιγμούς σου. Εγώ γνωρίζω τι έπαθεν εκείνος ο οποίος έκλεψε τους οβολούς που του προσφέρομεν κάθε πρώτην του μηνός.

Σαν άκουσε της λυγερής τα μαύρα λόγια ο Γιάννος Τον πήρε η μαύρη απελπισιά και η λαύρα της καρδιάς του Και φεύγει αναστενάζοντας και πάει αγκομαχώντας.