United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα φιλί... κ' έν άλλο... Έρωτα τρέξε, εξάπλωσον Αιώνια τα πτερά σου, Σκέπασον το μυστήριον Της εορτής σου. Ούτω, καθό η ταχύπους Ίρις λάμπει και αβίαστος Με τα ζεφύρια πνεύματα Φεύγει, δι' ημάς αδάκριτοι Φεύγουν η ημέραι. — — Αναίσχυντα φρονήματα Των αγεννέων ανθρώπων· Ύμνοι μανίας, που εφύγατε Από τα οδόντια του άδου Στίχοι Εριννύων·

Φεύγει η Ιζόλδη και τρέχει έως το δωμάτιό της όπου η Βραγγίνα την πέρνει ολότρεμη στα χέρια της. Η Βασίλισσα της διηγείται την περιπέτεια. Η Βραγγίνα φωνάζει: «Ιζόλδη, κυρία μου, ο Θεός έκανε μεγάλο θαύμα για σας. Είναι πατέρας πονετικός και δε θέλει το κακό των αθώων

Σήμερα, ξεχνώντας όλα αυτά θα ανεχτούμε το θάνατό σουΟι θρήνοι, η κραυγές, περνούν όλη την πολιτεία. Όλοι τρέχουνε στο παλάτι. Αλλά ο θυμός του Βασιληά είναι τέτοιος που κανείς βαρώνοςόσο δυνατός και νάναι κι' όσο αγέρωχοςδεν τολμά να πη κουβέντα για να τον μαλακώση. Η μέρα πλησιάζει. Φεύγει η νύχτα.

Σαν πεθάνουμε, εξηκολούθησε να λέγη στρυφνώς πως και μετά πικρίας . . . τότε η καμπούρα φεύγει από πάνω μας, τότε όλα τα κορμιά ισάζουν . . . Κι' όλοι μας γινόμαστε ίσιοι, ίσιοι και όμοιοι, ίσωμα, σαν αυτόν τον κάμπο που θα πλαγιάσουμε όλοι μας, σαν αυτό το χώμα που θα μας σκεπάση. Αίφνης της γραίας της ήλθε μία ιδέα.

Δεν υπάρχει λοιπόν κανένα γιατρικό του έρωτα, που να πίνεται, που να τρώγεται, που να λέγεται με ξόρκια, παρά μονάχα το φιλί και τ' αγκάλιασμα και το πλάγιασμα με γυμνά τα κορμιά. Ο Φιλητάς λοιπόν, σαν τους έμαθεν αυτά, φεύγει, αφού τούδωκαν λίγα τυριά κ' ένα κατσικάκι κερατιάρικο πια.

Εις τα γέλοια της άλλαι μεν εκρυφογελούσαν και άλλαι εκρυφόκλαιον. Τότε πλέον έπαυσε και η προσποιητή χαρά της Ξενιώς. Αφού η αληθινή χαρά φεύγει, πολύ περισσότερον φεύγει η ψευδής.

ΡΩΣ Δεν 'ξεύρεις αν τον ώθησε φόβος ή γνώσις. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Γνώσις! Ν' αφήση την γυναίκα του, ν' αφήση τα παιδιά του, το κάστρο του, τους τίτλους του, εκεί απ' όπου φεύγει!

Ο Θεμιστοκλής, ειδοποιηθείς εγκαίρως, φεύγει εκ της Πελοποννήσου εις την Κέρκυραν, της οποίας ήτο ευεργέτης.

Μύθος δεν είνε, εγώ πονώ κ' εσύ το ξέρεις Χρύσω. — Η κόρη ολόρθη σώπαινε, κι' όντας σωπαίν' η κόρη Κ' όντας δε φεύγει δε προγγά, θα πη πως δεν πεισμώνει, Θα πη πως την ελόχεψε κι αυτή με το κεντρί της Η μέλισσα η χρυσόφτερη που τήνε λεν Αγάπη, Και με τα λόγια τα γλυκά τ' αγούρου αναγαλιάζει. Ψάρεψε ο Λάμπρος στη σκοπή τ' άφαντο μυστικό της.

Ήρθαν και μαύρα χρόνια· Κ' έπρεπε τώρα ο κυνηγόςτα ξένα να γυρέψη Ψωμί για τη γυναίκα του, ψωμί για το παιδί του. Κρεμάει στον τοίχο τ' άρματα και φεύγει, πάειτα ξένα. Μια Κυριακή και μια γιορτή στολίζετ' η Νεράιδα Να πάη κι' αυτήτην εκκλησιά, να βγη καιτο σεργιάνι Κ' εκεί που βγάζει τα χρυσά 'πώνα σεντούκι απ' άλλο Ξανοίγει το μαντήλι της και κάμει πώς το δένει.