Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Εν τούτοις ο καιρός έφευγεν, ως φεύγει το κύμα, και αι θυγατέρες της Γερακούλας εμεγάλωναν. Ούτω, θυγατέρας της Γερακούλας, τας απεκάλει και ο γέρων πατήρ. Ο καπετάν-Θοδωρής δεν ελογάριαζε πλέον τον εαυτόν του μεταξύ των ζώντων. — Δεν με πετάτε, καϋμένες, 'ς το γιαλό! Έλεγεν ενίοτε βαρυθυμών. — Χριστός και Παναγία, καπετάν-Θοδωρή μου! εφώνει η σύζυγος.
Ω αυθέντη, εφώναξα βλέποντάς τον, πώς είσαι εις αυτήν την κατάστασιν; Μα αυτός αντίς να μου αποκριθή, τρέχει και παίρνει ένα άλογον και καβαλλικεύοντάς το φεύγει με μέγαν φόβον χωρίς να μου ειπή λόγον· και καθώς εγώ εστοχαζόμουν μήπως του έτυχε κανένα εναντίον, έτσι αποφάσισα διά να τον ακολουθήσω.
Βλέπει πως σωτηρία δεν υπάρχει, σηκώνεται λοιπόν και φεύγει νύχτα από την Τύρο. Μεταφέρνεται τώρα το δράμα στην Κωσταντινούπολη. Γύριζε ο Αυτοκράτορας από περιοδία κ' έμπαινε στην Πρωτεύουσα.
Έρχονται στιγμαί που φοβείσαι μήπως όλον εκείνο το τεχνητόν πύργωμα αναρπαγή ως τι κούφον αερόστατον. Και όμως εκείνο, το οποίον μόλις, ως πτερόν θα διακρίνηται εν μέσω του πελάγους, παλαίει ακατάβλητον. Ίσταται μαχόμενον. Νικά και φεύγει. Φυλαττόμενον από τας απείρους ενέδρας διά της δεξιάς πηδαλιουχίας, θέτει την πρώραν του εις ωρισμένην διεύθυνσιν και προβαίνει εις το σκότος ως εν φωτί.
« Σ' είδε ο Αλή-Πασσάς » Και σκανδαλιέται. » Και μες 'ς τα σπλάχνα του » Έρωτας κλειέται.» « Σ' είδε και τ' άτι του · «'Στά 'πισθινά του » Σηκώθκε, άγριψαν » Τα όμματά του.» « 'Στό παραθύρι σου » Έβγα, Φροσύνη. » Φεύγει ο Μουχτάρης σου, » Και 'γειά σ' αφίνει.» « Άκουσε! Άκουσε! . . » Πώς τραγουδάει! . . » Με το τραγούδι του » Σε χαιρετάει.»
Αληθινά είναι αυτά, είπεν ο Σιμμίας. Δεν είναι λοιπόν αληθές, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, ότι και εις αυτήν την περίστασιν η ψυχή του φιλοσόφου καταφρονεί τα μέγιστα το σώμα και φεύγει μακράν από αυτό, ζητεί δε να μείνη μόνη της; Τούτο είναι φανερόν, είπεν ο Σιμμίας.
Κι ως χθες κανείς μας απ' τους δυο παράπονο δεν είχε· μα σήμερα ήρθε σπίτι μου η μάννα της Φιλίστας και της χορεύτρας Μελαξώς, την ώρα που φοράδες φέρνουν απ' τον ωκεανό στον ουρανό τρεχάτες τη ροδοχέρα την Αυγή· και κοντά στάλλα μούπε πως έχει πιάσει ο Δέλφις μου κάποια καινούργια αγάπη, μα ποια αγαπά, δεν ήθελε να μου το φανερώση, παρά μονάχα πως συχνά πίνει κρασί για κάποια και πως το πίνει ανέρωτο και πως στολίζει ακόμα την κάμαραν όπου μεθά μ' ευωδιαστά στεφάνια· κ' ύστερα φεύγει βιαστικός.
Διότι και όστις φεύγει και φοβείται οποιονδήποτε και δεν ανθίσταται εις τίποτε γίνεται δειλός, και όστις τίποτε απολύτως δεν φοβείται, αλλά προχωρεί εναντίον οποιουδήποτε, γίνεται θρασύς.
Είμαι για πολλές μέρες ήσυχη, όταν πηγαίνω σε κείνον. Έπειτα φεύγει πάλι και μ' αφίνει μόνον. Κι όταν ύστερ' από λίγες ώρες σηκώνουμαι από την εργασία μου και πηγαίνω να τη βρω, είναι μπροστά στο μικρό κομμό του Σβεν κ' έχει στα χέρια της τα πράματα που μια φορά είτανε δικά του. Έτσι γυρίζουν πάντα οι στοχασμοί της σε κείνον που είναι νεκρός και δεν υπάρχει τίποτε που μπορεί να την εμποδίση.
Ο Posthumus κρύβει το πάθος του κάτω από του ρούχα ενός χωριάτη και ο Edgar την περιφάνειά του κάτω από τα κουρέλια ενός βλάκα· η Portia φορεί τη στολή δικηγόρου και η Rosalind είναι ντυμένη «από κάθε άποψη σαν άντρας»· ο ταξειδιωτικός σάκκος του Pisanio μεταβάλλει την Ιμογένη στον νέο Fidele· η Jessica φεύγει από το πατρικό της σπίτι ντυμένη παιδικά φορέματα κ' η Julia δένει τα κίτρινα μαλλιά της σε φανταστικά ερωτικά βρόχια και σκεπάζει περικνημίδα και σωκάρδι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν