Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Παρόλ ντονέρ σας λέγω, πως αι κλειναί Αθήναι Με αρχαιολογίαν γεμάται όλαι είνε· Κι' εις κάθε ένα μέρος, εις κάθε ένα βήμα, Εμπρός σου θ' απαντήσης ένα αρχαίον μνήμα, Μια πέτρα της Πεντέλης, Κι' ό,τι αρχαίον θέλεις. Και για να δήτε ότι δεν λέγω λόγια μόνο, Αλλ' ομιλώ σπουδαίως πολύ, σας βεβαιόνω Πως θησαυρούς μεγάλους, πολλούς, κ' αρχαιοτάτους Θα εύρετε κι' εις όλους σχεδόν τους αποπάτους.

Τι τον έρριξε όμως σε χώρες θεοσκότεινες και ψυχρές, χώρες σταλήθεια ξένες, που ψυχή να σε συμπονέση δεν βρίσκεται, μα και να λουβιάσης, εξόν ίσως καμιά δροσόλευκη παραμάννα στο νοσοκομείο, σε τόπους που κι αγάπη να βρης, έρχεται κι αυτή και σου φαρμακεύει άλλες αγάπες, που για να μην πεθάνης της πείνας δουλεύεις όσην ώρα δεν κοίτεσαι στο κρεββάτι αποσταμένος, που να μείνης μισήν ώρα καθάριος αδύνατο πράμα, αφού κι ο αέρας που ανεσαίνεις είνε μισός καπνίλα, που ως και τα πλεμόνια του ανθρώπου μαυρίζουνε μια για πάντατι τον έκαμε τον Τραμουντάνα κ' έσυρε στα νιάτα του εκεί απάνω, που τον αντάμωσα χρόνους και χρόνους κατόπι ξέννοιαστο, πέτρα μονάχη, λησμονησιάρη, δίχως μήτε φυλαχτήρι από μάννα ή αδερφή, δίχως άλλο της πατρίδας σημάδι παρά το μαυριδερό του το πρόσωποτι τον πέταξε σε τέτοια πολύκοσμη ερημιά, είταν κ' είνε ακόμα μυστήριο, που για να το ξεδιαλύνω του κάκου ρώτηξα πολλούς σαν και λόγου του.

Κι’ η Μάρω απολογήθηκε με μια μεγάλη λύπη : — Αρχόντισσα σ’ ευχαριστώ κι’ εσένα και τον Γάννο.... Την τίμιαν αρραβώνα μου δεν έχω δώσει σ’ άλλον, Κι’ ουδέ το Γιάννον αγαπώ, κι’ ουδέ κανέναν άλλον Είν’ η καρδιά μου μάρμαρο, είναι μια κρύα πέτρα, Που δεν αιστάνθηκε ποτέ τη γλύκα της αγάπης, Κι’ όταν μου φέρουν προξενιές και μου μιλούνε γι’ άντρα Αιστάνομαι μι’ αποστροφή κι’ ενόχληση μεγάλη.

Ο Αγγελής έσκυψε και πήρε ένα λιθάριΦοβιτσιάρης, ε; Εγώ φοβιτσιάρης; Να σου δείξω εσένα, κουτσονούρη, ποιόνε λες φοβιτσιάρη! Και πέταξε την πέτρα κατά το καΐκι. Τα σκυλιά λυσσάξανε, τα πλεμόνια τους βράζανε σαν το νερό που κοχλακάει στη φωτιά κ' οι στριγγλιές τους δεν είχανε τελειωμό. Ο Μιχαληός ο Μακαράς, ο γαμπρός του, κατέβηκε κάτω στο μώλο να τονέ συμμαζέψη.

Έσκυψε μέσα του: έσκαβε, σιωπηλός, τραβούσε, τραβούσε, όπως την πέτρα από ένα πηγάδι. Τελικά ανασηκώθηκε αναστενάζοντας, κουρασμένος και αδύναμος. «Τζατσίντο, άκου τι έχω να σου πω. Έτσι είναι ο κόσμος. Ο ντον Πρέντου θέλει να παντρευτεί τη ντόνα Νοέμι και η ντόνα Νοέμι δεν θέλει. Εσύ φταις γι’ αυτό

Όντας μου τάλλεε βολετό δεν ήταν πέτρα να ήμουν; — Τους ελυπήθηκε ο Θεός γιατ' ήταν νιοι κ' οι δυο τους Κ' έτσ' έγεινε ο βοσκός πουλί κ' η κόρη αυτείνα η πέτρα.

Και στο κεφάλι μια πέτρα λες μου κάθεται μεγάλη. Οι άνω πλην του Κουβικουλαρίου. Τρόφιμε! ΤΡΌΦΙΜΟΣ Καίσαρ! ΓΑΛΕΡΙΟΣ Άκουσε.

Α δεν είταν από τα ρούχα της, α δεν είταν από το σφιγμένο μικρό, πού να το φανταστώ πως ο ματοκυλισμένος εκείνος κι ο χωματιασμένος ο βώλος είταν — η γυναικούλα μου! Καιρό δεν είχα για κλάψες και για μυρολόγια. Πέτρα μ' έκαμε η νύχτα που πέρασα. Ο Θεός με λυπήθηκε, και βρέθηκε ένας λάκκος κοντά μου. Τονε μεγάλωσα μ' ό,τι κούτσουρα βρήκα.

Τα δύο παιδία «τα αδιαφόρετα», ο Γεώργης και ο Βασίλης, επνίγησαν βυθισθείσης της βρατσέρας των τον χειμώνα του έτους 186 . . . Η βρατσέρα εκείνη απωλέσθη αύτανδρος, — τι φρίκη! τι καϋμός! Τέτοια τρομάρα καμμιάς καλής χριστιανής να μην της μέλλη. Ο τρίτος ο γυιός της, ο σουρτούκης, το χαμένο κορμί, εξενιτεύθη και ευρίσκετο, έλεγαν, εις την Αμερικήν. Πέτρα έρριξε πίσω του.

Κάθισε, και πίνοντας τον καφέ του, του αποξήγησε τη δουλειά, ο Πανάγος, άκρες μέσες, μιλώντας του χαμηλόφωνα πάντα. — Πιάστηκα στα βρόχια της, ξαναείπε, τι τα θες. Α βγης έξω και πης του ήλιου πως δεν καψώνει, πες μου και μένα πως η καρδιά μου είναι πέτρα ομπρός στην ομορφιά της. — Μωρέ τι πέτρα και τι ξεπέτρα, που ο κόσμος σ' έχει κιόλας αρρεβωνιασμένο, κι ακόμα πιώτερο.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν