Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Μάλιστα θα το παραδεχθώμεν, όταν βεβαίως η πέτρα είναι καθώς πρέπει. Σωκράτης. Όταν όμως δεν είναι καθώς πρέπει, είναι άσχημον; Να το παραδεχθώ αυτό ή όχι; Ιππίας. Παραδέξου το, όταν βέβαια δεν είναι καθώς πρέπει. Σωκράτης.

Όμως καλά στοχάσου· Ο χρόνος αν παραδιαβή και δεν το θεμελιώσης, Με τώμορφο κεφάλι σου το τάμμα θα πλερώσης. Αρχίζει σύνταχα η δουλειά. Σαν γίγαντοι πιθώνουν Πέτρα σε πέτρα οι μάστοροι, και χτίζουν κι' ασβεστώνουν.

Το άσπρο και χλωμό της χέρι χάιδεψε γλυκά κι' αλαφριά την κρύα πέτρα, σαν κορμί αγαπημένο. — Πώς είσαι κρύος, αγάπη μου, σαν το μάρμαρο! Το αγιάζι της νύκτας σε πάγωσε, καλέ μου... Έσκυψε και ζέστανε την πέτρα με την αναπνοή της.

Στη Σύρα ως τόσο δεν είδα παππά· καλοπέρασα όμως και στη Σύρα. Τωραίο, ταγαπημένο το νησί! Τόβαλα στην καρδιά μου. Είναι το πρώτο ελληνικό χώμα, ή, να το πούμε πιο σωστά, η πρώτη ελληνική πέτρα που πάτησα τότες, όταν ήρθα στην Ελλάδα. Και τώρα πόσο πιο όμορφη μου φάνηκε ακόμη! Έφτασε νύχτα το βαπόρι.

Και μαζί χέρια, πόδια, κορμιά δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, κενά καύκαλα, τρίχες χωμένες στις ρωγμές, μυαλά στουμπισμένα στην πέτρα. Κάποια κινητή πόλις επροσόχθισε, νομίζεις εκεί, εσκόρπισε κάτω από το αυστηρό βλέμμα του Θεού και απονεκρώθηκεν η ζωή και ο πλούτος της. Ένα τρεχαντηράκι, ομορφοφτιασμένο, άγγελος επρόβαινε με πανιά και ξάρτια, λέγεις και αρμένιζεν ανάερα.

Κίνησες να πας, προσέθηκε, με τόσα χιόνια! — Λυπάται κανείς, υπέλαβεν ο γέρων. — Λυπάται κανείς! μα εγώ δεν έχω ψυχή; Πέτρα έχω 'γώ;

Φαντάσου όμως ο αστρονόμος να πη άξαφνα· «Άβριο θα πέση μια πέτρα από τον ουρανό ίσια ίσια στο τάδε και τάδε μέρος». Πάει ο αστρονόμος να διή, πέφτει η πέτρα και του σπάνει ένα κόκκαλο. Ο αστρονόμος τι θα κάμη; Θα χαρή. Έτσι τόπαθα και γω σήμερις, αν και δε μου έσπασε η πέτρα κανένα κόκκαλο. Δεν κάθουμαι στην Αθήνα, μα τους Αθηναίους τους συλλογιούμαι πάντα.

Έσυρεν από τη ζώνη το στυλέτο κ' εχύθηκεν απάνω στην αγάπη του την ώρα που το τσιμπούκι λίγο ήθελε να χωθή στην πέτρα. Άρπαξε τον Γιώργη από τα μαλλιά, πίσω εγύρισε το κεφάλι του και το στυλέτο άστραψε φιδόγλωσσα στο φως της ημέρας. Μα την ίδια στιγμή κύμα θεόρατο εκαβαλίκεψε την πρύμη, κεραυνός έσπασεν απάνω στον ανίερο βωμό κ' έρριξε μακριά τον θύτη από το θύμα του.

Θέριζαν τα γεννήματα, ξερρίζωναν τα δεντρικά, χάλαγαν τους ποτισώνες· άνοιγαν χαντάκια και κοσκίνιζαν χώματα. Όπου ριζιμιά πέτρα φουρνέλο· όπου χτίριο γκρέμισμα. Ένα μίσος άσπονδο έφερνε γύρω το χτήμα, ξεχώνιαζε τη γη κι αφάνιζε τα βλαστάρια της. — Τι οργή θεού! είπε ο Χαγάνος μ' απορία. Μην είν' ο Θεομίσητος κι άρχισε πάλε τα συνηθισμένα του.

Είδε όμως μια μικρή φιγούρα, γκρίζα και μακρουλή, ακολουθούμενη από μια άλλη σκουρότερη και κοντύτερη να πηδούν, σαν να πετούσαν, από τον ένα θάμνο στον άλλο γύρω από την καλύβα και να εξαφανίζονται χωρίς να τους δίνουν το χρόνο ν’ αρπάξουν καμιά πέτρα για να τις χτυπήσουν. Σηκώθηκε και ο Έφις. «Είναι οι αλεπούδες», είπε χαμηλόφωνα. «Άστες να φύγουν. Κάνουν έρωτα.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν