Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Πυκνό πυκνό κι' ολόμαυρο μελισσολόι πετιέται Μέσ' από βράχους και κρινιά, μέσ' από ερμιές και κήπους, Και τάνθη της βοσκολογά και πέρνει τον αχνό τους, Και διαλαλάει μ' ένα βοητό τον αναγαλιασμό του. Αναταράζονται η ερμιές, αχολογούν τ' αμπέλια, Λες κι' από κάθε πέτρα ορθή, λες κι' από κάθε βάτον Οπού στο χόρτο σέρνεται, κόρης κορμί φυτρώνει.

Αλλ' ο καραβοκύρης, που είδε τον κίνδυνον, με επιδεξιότητα του τιμονιού επαραμέρισε το καράβι ογλήγορα, έπεσεν η πέτρα εις την θάλασσαν εκεί πλησίον και από το μέγεθος και την βιαίαν ορμήν άνοιξε την θάλασσαν και έγινεν ένα χάος, που σχεδόν εφάνη το βάθος της θαλάσσης.

Κι' αν 'δής μες το φυσσάτο Να πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη, Πέτα, ροβόλα, κράξε με... Σύρε με την ευχή μουΆστραψε απ' άγρια χαρά το μέτωπο του κλέφτη, Εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη, Έλαμψε ο Μήτρος μια στιγμή κ' εσβύστηκε σαν άστρο. Ο Διάκος τον συντρόφεψε για λίγο με το μάτι Κ' ύστερα πέφτει καταγής γονατιστός στην πέτρα. »Αδέρφια παλληκάρια μου!

Κι' έσπασε η πέτρα και τα διο τα φρύδια, μηδ' αμπόδιο 740 στάθη το κόκκαλο, κι' αφτού τα μάτια ομπρός στα πόδια τούπεσαν χάμου στα πηλά, κι' αφτός βουτά απ' τ' αμάξι σα σφουγγαράς, κι οχ το σκαρί τού μίσεψε η ψυχή του.

Η Μαργή εξετέλεσε την απειλήν της. Αλλά το λευκόν της χεράκι δεν είχε δύναμιν και από την οργήν και την ταραχήν έτρεμε· ούτω δε η πέτρα, μόλις ήγγισε τον ώμον του Μανώλη, όστις εδέχθη το κτύπημα ως θωπείαν με επιφώνημα ευφροσύνης «ω-ω-ω!».

Ω σεις, Νεφέλες πολυτιμημένες, εδώαυτόν ελάτε να δειχθήτε, είτε στης ιερές και χιονισμένες της κορυφές του Ολύμπου κατοικείτε, — ή με της Νύμφες στήνετε χορό στους κήπους του Ωκεανού πατέρα, — είτε στο Νείλο βγάζετ' εκεί πέρα με της χρυσές υδρίες σας νερό—, ή στη Μαιώτι λίμνη κατοικείτε, — του Μίμαντος την πέτρα την ψυχράακούστε τη θυσία, και δεχθήτε ευχάριστα τα λόγια τα ιερά.

Ο πεντάξυπνος όμως ο Σφακιανός του, που πέτρα Κρητικιά δε σήκωνες να μην τονε βρης αποκάτω, που έπραξε κ' έπαθε πολλά στον καιρό του, τον ήξερε καλλίτερ' από μας το Μυλόρδο. Τον άφινε και γύριζε, σκάλιζε, κ' έγραφε έγραφε, ώσπου χαρτάκι άγραφο δεν τούμνησκε πια όταν μπαίνανε στ' Αποδούλο μια βραδινή, ό,τι βασίλευε ο ήλιος, αποσταμένοι κ' οι τρεις τους, Μυλόρδος, άλογο, Σφακιανός.

Πώς; θα μου ειπή. Δεν είσαι εις θέσιν να ενθυμηθής, ότι σε ερωτούσα τι πράγμα είναι το καθαυτό ωραίον, το οποίον εις οποιονδήποτε πράγμα και αν προστεθή, το κάμνει να φαίνεται ωραίον, και πέτραν και ξύλον και άνθρωπον και θεόν και πάσαν πράξιν και παν μάθημα; Δηλαδή, άνθρωπέ μου, εγώ σε ερωτώ τι είναι το ίδιον το κάλλος και σου το φωνάζω όχι ολιγώτερον δυνατά παρά εάν εκάθησο πλησίον μου ως πέτρα, ωσάν αυτήν την μυλόπετραν, χωρίς να έχης αυτιά και εγκέφαλον.

Ναι, το ξέρεις: αν ξαναδώ το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, ούτε πύργος, ούτε φρούριο, ούτε Βασιλική διαταγή θα μ' εμποδίσουν να κάνω τη θέλησι του φίλου μου, κι' ας είναι φρονιμάδα και τρέλλα ας είναι! — Φίλη, ο Θεός που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ ας σε ανταμείψη. — Φίλε, ο Θεός ας σ' έχη στη φύλαξί του!» Ο Τριστάνος κατέφυγε στην Ουαλλία, στον τόπο του ευγενικού Δούκα Γκιλαίν.

Αλλ' εάν η καταχθόνιος δύναμις επιπέση επί σου, διδάσκαλέ μας, τότε εκείνοι, των οποίων η καρδία εκλονίσθη, θα είπουν: «Ποίος λοιπόν είναι ανώτερος του ΝέρωνοςΣυ είσαι η πέτρα, επί της οποίας ανωκοδομήθη η Εκκλησία του Θεού.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν