United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βρίσκεται μια πόλι στην Ελλάδα που δεν είν' απ' της άσημες, και τόνομα έχει πάρη απ' την Παλλάδα τη θεά με το χρυσό κοντάρι, — εκεί που ο Φοίβος με τη βια, την κόρη του Ερεχθέως απόλαυσε, την Κρέουσα, στου βράχου της Παλλάδος του βορεινού τους πρόποδας, στην άκρη της Αθήνας, που οι άρχοντες της Αττικής Μακρά τη λένε Πέτρα.

Φίλε, έχω ένα δαχτυλίδι με πράσινη πέτρα, πάρ' το γι' αγάπη μου, και φόρα το στο δάχτυλό σου. Όταν κανένας απεσταλμένος λέη ότι έρχεται από μέρους σου, δεν θα τον πιστέψω ό,τι κι' αν κάνη, ό,τι κι' αν πη, όσο δε μου δείξη αυτό το δαχτυλίδι. Αλλά μόλις το ιδώ, καμμιά δύναμι, καμμιά βασιλική απαγόρευσι, δε θα μ' εμποδίσουν να κάνω ό,τι μου παραγγείλης, είτε γνωστικό είτε τρέλλα είναι.

Μα σαν ήρθε η νύχτα, ενώ οι άνθρωποι του Τριστάνου τούβγαζαν τα ρούχα του, συνέβηκε ώστε καθώς έβγαζαν το πολύ στενό μανίκι του κοντοκαπιού, να παρασύρουν από το δάχτυλο του το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, το δώρο της Ιζόλδης. Καθαρό ήχο άφησε πέφτοντας στης πλάκες. Ο Τριστάνος κυττάζει και το βλέπει. Ξυπνάει τότε η παληά αγάπη του· κι' ο Τριστάνος καταλαβαίνει το κρίμα που έκαμε.

Όλο το κορμάκι του έκαιγε σαν το καμίνι, το κούτελό του ήτανε σαν πέτρα πυρωμένη απ' τον ήλιο του Θεριστή και τα μεγάλα του ξανθά μαλλιά μοιάζανε σαν φλόγες, που καίγανε αλύπητα τωραίο του κεφάλι. Δίπλα του η Μαρία τον παράστεκε βουβή και πικραμένη.

Άλλουνού του άρπαξε κάποια πέτρα ολάκερο καπάκι απ' το κεφάλι, κι ούτε να τόνε μεταλάβουν επροκάμανε. Οι άλλοι πια εχρειάζουνταν βδομάδες το γιατρό από τις φοβερές τις πέτρες, που εκατάπεφταν βροχή ασταλαμάτιγη απάνω τους. Ο Βλαχογιώργος, ένα κομμάτι ώμο μόνον άφησε στον πόλεμο. Τ Ο Μ Α Κ Ε Λ Ι Ο Γιάννη ΚαμπύσηΕίν' ανθρωπονόητα τα βόιδα! Ακούς;... —Ουφ, καημένε και συ!

Κι' εζήλευε μαζί της σαν άγριος Οθέλλος, αλλ' όμως ο ερίφης την έπαθε 'στό τέλος, και είπε τότε μόνος «καλά κι' εγώ να πάθω, και πρέπει από τώρα και 'στό εξής να μάθω πως αν με κάθε ξύλο 'μπορεί να γίνη Γιάννης, μα κι' όποια πέτρα κόψης και μια γυναίκα κάνεις».

Κρυμμένοςτα χαμόκλαδα 'κουρμένεται ο Γιαννούλας Με την καρδιά του ανήσυχη, όμως βουβός 'σάν πέτρα. Ακούει τα 'παινέματα, τα λόγια της Νεράιδας, Ακούει την αγάπη της και το παράπονό της, Και μίαν απόκρυφη χαράτα σωθικά του νοιώθει.

Πετιέται ως το Καπελιό, να δη και να μάθη τι γίνεται. Ανάστατος ο κόσμος εκεί. Έκαμε καρδιά, και στάθηκε και τους είπε να μην το κουνήσουν, ειδεμή πέτρ' απάνω στην πέτρα δε θαπομείνη, μήτε δέντρο απάνω στην ρίζα του. Μα κι άλλοι δέκα να πέσουνε με το παραμόνεμα, πάλε καιρός δεν είνε. Θάρθη η ώρα τους, κι ας μη νοιάζουνται.

Θαναγνωρίση τουλάχιστον αυτό το δαχτυλίδι που μούδωσε άλλοτε, με κλάμματα και με φιλιά, την ημέρα του χωρισμού; Αυτό το δαχτυλιδάκι με την πράσινη πέτρα ποτέ δε μάφησε. Πολλές φορές του ζήτησα συμβουλή στης συφορές μου. Πολλές φορές αυτή την πράσινη πέτρα την έβρεξα με τα θερμά δάκρυα μου». Η Ιζόλδη είδε το δαχτυλίδι. Ανοίγει τα χέρια της: «Νάμε! Πάρε με, Τριστάνε

Μαυρίζουν τα μαντρόσκυλα που τρώνε τους διαβάτες, Έρχονται πρόθυμοι σιμά, πινάκι γάλα φέρνουν Και για την πέτρα θλιβερό τέτοιο αρχινάνε μύθο. Όλοι αγαπούν της τάξης τους ανύπαντρα κοράσια, Μα ο Λάμπρος, πιστικός φτωχός και τσέλιγγα κοπέλι, Πήγε κι' αγάπησε ο ζαβός τ' αφέντη του την κόρη, Την κόρη την μονάκριβη, τη Χρύσω την πανώρια.