United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ποιον θα ναύρης Γιώργενα, καλλίτερο απ' το γυιό μου Πούναι λεβέντης ακουστός εις του χωριού τους άντρες, Οπούναι και μοναχογυιός και καλοαναθρεμμένος; Πού θα να βρης καλλίτερο απ' το δικό μας σπίτι, Πώχουμε χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες χίδια, Κοπάδια βοϊδογέλαδα κι' άλογα και φοράδια. Πώχουμε χίλια στρέμματα αμπέλια και χωράφια. Πωχουμε λόγγα πάρθενα, πώχουμε και λειβάδια.

Σαν έμεινε μόνη στον κόσμο η Δροσούλα, κάθε βράδυ γονάτιζε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς, έκανε μετάνοιες απάνω σε μετάνοιες και παρακαλούσε κ' έλεγε: «Παναγιά μου Παρθένα, πάρε με τώρα να πάω να βρω ταγαπημένα μου. Ο κόσμος έγινε τάφος για μένα και κόσμος μου είνε ο τάφος, που κοίτονται ταγαπημένα μου.

Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν, και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι, και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια. τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα έφερνε η κόρη κ' έθεσετο τορνευμένο αμάξι• 75 κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα, κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει τράγινο ασκί• κ' η κορασιάτην άμαξ' αναιβαίνει• και λάδ' υγρόολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη, μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. 80 και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία, και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο, και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην, μόνην όχι• η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι. και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, 85 ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο. και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν την αγριάδα την γλυκειά• τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι 90 σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάματους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν. και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν, εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος 'που τα χαλίκιατην ξηράν ελεύκαινε το κύμα. 95 κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι, 'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο τα ενδύματ' έμεναντου ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν. και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη, έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. 100 και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι. και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει, ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου, κ' έχειτους κάπρους ηδονή καιτα γοργά τα 'λάφια• και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, 105 παίζουν μαζή της, και η Λητώτα στήθη αναγαλλιάζει• και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις, και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις• όμοιαταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα.

«Ήρωα, γι' αυτό την άπταιστη παρθένα μη μου ψέγης• ειπεν αυτή κατόπι της να υπάγω με ταις κόραις• μόνον εγώ δεν ήθελα από εντροπή και φόβο, 305 μην η ψυχή σου, όταν με ιδής, αγριέψη ότι θυμώδεις εδώτην γην όλ' είμασθε, τα γένη των ανθρώπων».

ΚΡΕΟΥΣΑ Στα χέρια της τον πήρε τα παρθένα χωρίς να τον γεννήση αυτή. ΙΩΝ Τον είχε παραδώση κατά που ιστορήθηκε, σε μιαν εικόνα απάνου; ΚΡΕΟΥΣΑ Τον έδωκε στου Κέκροπος της κόρες, δίχως όμως εκείνες να τον βλέπουνε. ΙΩΝ Άκουσα που η παρθένες άνοιξαν το κιβώτιο της Αθηνάς κρυφά. ΚΡΕΟΥΣΑ Γι' αυτό χαθήκανε κι' αυτές και με τα αίματά τους τους βράχους χρωματίσανε. ΙΩΝ Έτσι το λεν, αλήθεια.

ΜΙΡ. Για ποίαν αιτία ομιλεί τόσο σκληρά ο πατέρας μου; Τούτος είναι ο τρίτος άνδρας, οπού εγώ βλέπω, για τούτον επρωτοστέναξα· η ευσπλαχνία ας κινήση τον πατέρα μου, προς το μέρος μου να κλίνη! ΦΕΡΔΙΝ. Ω! αν είσαι παρθένα, κ' είν' ακόμ' απαράδοτη η αγάπη σου, θα σε κάμω βασίλισσα της Νεάπολης.

Κι' απ' όξω απ' το παλάτι του, ολόυρατο περιαύλι, Οπού το ζώνουν πάρθενα, παληά, βαθειά τα λόγγα, Μαρμαρωμένα μένουνε, βουβά από χίλια χρόνια Πανώρηα βασιλόπουλα.

Άλλα πάλι έπιασαν τις χιονισμένες καμάρες, και τους φούρνους τους καπνισμένους στους τοίχους τους και χιονισμένους απάνω, ταγκωνάρια τα λαδωμένα τω λιτριβειών, τις χτιστές κολώνες, τα μεγάλα και κυκλόβολα δεντρικά· όλα ασπροντυμένα, αφρόχυτα και μαγικά μες την κρινόλεφκη, παρθένα φορεσιά τους, και τάβαλαν μπαστούνες στον εχτρό, καλοπροφυλαγμένες κι απολέμητες.

Τον φαντάζονταν ακόμη νιόν, αν και της έλειπε μια ζωή, τον φαντάζονταν ίσως παιδί ακόμα, σαν που τον είχε ιδεί την κοντινή τη φορά, όταν τον ξεκίνησε για τα έρημα τα Ξένα, φορώντας ακόμα τα χρυσά τα τέλια στο κεφάλι της. Της έρχονταν στο νου της η ανυπαντροπαντρεμένη ζωή σαράντα χρονών, που πέρασε, αφόντας βγήκε από το πατρικό της, σα νύφη και σαν παρθένα.

Αν όμως δώση ο Θεός κι’ η Παναγιά η Παρθένα Και σου το φκιάσω, Κωνσταντή, κατά την αρεσιά σου, Ρόιδο και μήλο κόκκινο θα σου ξεπροβοδήσω, Το ρόιδο για το κέντημα, το μήλο για το γάμο.—