United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άφησε, Έπαρχε, ξανά να του μιλήσω, ίσως και να τον πείσω. Πρέπει να του μιλήσω, δεν βαστώ. Και σεις, Μαννάδες, αν τυχόν και αποστάσω, κρατήστε με γερά, κατάχαμα μη σωριαστώ. Πώς η καρδιά μου σπαρταρά! Λεβέντη μου, το βλέπω φανερά, αν δεν αλλάξης γνώμη, νεκρό θε να σε κλάψουν η πλατείες και οι δρόμοι.

Δεν έπρεπε να βάλης συ τα ρούχα τα δικά σου; πως τα δικά μου φόρεσες και μ' άφησες φουστάνια, και μ' άφησες σαν το νεκρό, που μόνο τα στεφάνια και τα σταμνιά του λείπανε; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Αλλά και η αρβύλες μου μαζύ σου ταξιδέψανε και το ραβδί. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα και γι' αυτό τα ρούχα δεν μου κλέψανε, γιατ' έσερνα, καθώς εσύ, στο χώμα τα ποδάρια, ενώ με τη μαγκούρα σου κτυπούσα τα λιθάρια.

Έναςτον άλλο επάνω Λαχομανούν, αφρίζουνε.. 'Σ τη μεσινή τη θύρα Σε λίγο τρίζει το σχοινί... Αλλαλαγμός, κατάραις... Σπαράζει τάγιο λείψανο... Ταχόρταγα τα όρνεια Ολόγυρά του σφίγγονται... Του ξέσχιζαν τα ράσα... ξεγύμνωσαν τα στήθια του κ' εφάνηκετον ήλιο Απόκρυφη λαβωματιά... Πλευρόνουν την κρεμάλα Γρηαίς αρκουδογύφτισαις και με τα δοκανίκια Του δέρνουνε το πρόσωπο... Πλακώσαν κ' οι Εβραίοι Και ξεκρεμάσαν το νεκρό... Αρπάζουν την τριχιά του, Δαιμονισμένοι τρέχουνε... Οπίσωθε αλυχτούσαν Χιλιάδαις σκύλοι νηστηκοί... Εφτάσαντακρογιάλι... 'Σ του Πατριάρχη το λαιμό, δένουν σφιχτά μια πέτρα Και μ' ένα ρυάσιμο βραχνό που τάκουσαν οι τάφοι Και τα παιδιά μεςτην κοιλιά, 'ς τα χέρια τόνε πέρνουν Και τον πετούντην θάλασσα.,. Νυχτόνει... ο πεθαμμένος Προβαίνειτην αστροφεγγιά... Σιωπηλά ταγέρι Φυσσά μεςτάσπρα του μαλλιά... Το λείψανο αρμενίζει.

Δεν άφηκε η ψυχή του Άλλο σημάδι οπίσω της παράταχνό το στόμα, Σα μιαν αχτίδα φεγγαριούτο μάρμαρο του τάφου, Ένα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένοτου γέροντα ταρματωλού τα κάτασπρα τα γένεια. Σπρώχνειτη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης, Κι' αρπάζει το δισάκκι του! 'Σ τη μια μεριά φορτόνει Το κρίθινό του το ψωμί, 'ς την άλλη ματωμένο Το λείψανό του τακριβό.

Και τότες πια οι Αργίτες όξω απ' τους χτύπους το νεκρό τραβούν ξαλαφρωμένοι και τον πλαγιάζουν σε ψαθί. Κι' οι φίλοι του θρηνώντας τον τριγυρνούν, και πίσω ο γιος περπάταε του Πηλέα κι' έχυνε δάκρια πύρινα, σαν είδε απάς στο ξύλο 235 στρωμένο κονταρόσφαχτο το μπιστεμένο βλάμη. Αχ ναι μ' αμάξια κι' άλογα τον έστειλε στη μάχη, μα δεν τ' αξιώθηκε να πει το καλώς ήρθες πάλι.

Τον ξανάειδα άλλη μια φορά νεκρό στην κηδεία του. Από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου έως το νεκροταφείο είχε την καλωσύνη ο Δημήτριος Κορομηλάς να με πάρη στο αμάξι του. Μέσα σ' αυτό καθισμένοι καθώς πρέπει και δυο άλλοι άγνωστοί μου κύριοι. Μιλούσανε για το νεκρό με συμπάθεια και δίνανε πληροφορίες για τη ζωή του.

Και ακόμη γύρωθέ της άλλη πικρότερη συνοδεία! Βλέπει τον ναύκληρο νεκρό στο πλάγι· βλέπει τους ναύτες πέραδώθε σκορπισμένους, άλλους κολλιτσίδα επάνω στα χάλαρα, άλλους μισοσκεπασμένους με τον άμμο, άλλους παιγνίδι του νερού, δαρμός και φτύμα του.

Κι' όπιος, παιδιά, κι' έτσι νεκρό τον Πάτροκλο όπως είναι σύρει οχ τα χέρια των οχτρών και του κωλώσει ο Αίας, 230 του δίνω τα μισά άρματα να πάρει, εγώ κρατώντας τ' άλλα μισά· κι' η δόξα του όση η δική μου θάναι

Με μεγαλήτερη τώρα ελπίδα παρά ποτέ ονειρεύουμαι ένα μέλλον, όπου το νεκρό παιδί μας γίνεται ένας δεσμός γερότερος, παρότι είταν όταν ζούσε, και θυμούμαι με δάκρυα στα μάτια τα λόγια, που μου είχε διδάξει εκείνη μια φορά: Να γεράσουμε μαζί.

Μα μόλις είδε ο Έχτορας νεκρό τον ξάδερφό του πούπεφτε χάμου, ομπρός εκεί στο μελανό καράβι, έκραξε σ' όλο το στρατό μ' αψιά φωνή μεγάλη «Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες, 425 μη χαλαρώστε, μον καρδιά λιγάκι αφτή την ώρα και σώστε τ' Ακουστού το γιο, μη λάχει εδώ οι Αργίτες και τον γυμνώσουν πούπεσε μες στο καραβοστάσι