Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Τότε ήθε πάρει μια χαρά απ' το νεκρό τα πλούσια 70 τ' άρματα, μα του ζούλεψε τη δόξα αφτή ο Απόλλος, που σαν τον Μέντη έτσι μιαστός, τον άρχο των Κιρκόνων, τούστειλε ομπρός τον Έχτορα, σαν Άρη γοργομάχο.
Έσερνε τότες το νεκρό μες στη σκυλήσα μάχη οχ το ποδάρι ο Πόθος, γιος του Πελασγού του Λήθου, δεμένο μ' ασπιδόλουρο κοντά στους αστραγάλους 290 γύρω στα νέβρα, τι ήθελε στον Έχτορα στους Τρώες ζήλο να δείξει ... μα κακό του βγήκε στο κεφάλι, που δεν τ' αμπόδισε κανείς κιας λαχταρούσαν τόσο.
Πόσαις μέραις και πού τρέχει Πόσαις νύχταις δε μετρά, Μέσα ο νους του πάντα βρέχει 'Σ την ψυχή του συγνεφιά. Μες 'ς το λόγγο αν σταματήση Για να πάρη ανασασμό, Κάποιος λύκος θα χουμήση Για ν' αρπάξη το νεκρό. Καλιακούδαις και κοράκοι Το κεφάλι κυνηγούν, Με τα νύχια απ' το δισάκκι Να το κλέψουν πολεμούν.
Μα εφτύς το χαραμέρι μόλις θωρούσε χρύσωνε τη θάλασσα τους άμμους, κι' έζεβε τότες τ' άλογα στ' αμάξι, κι' από πίσω τον Έχτορα έδενε κι' εφτύς ναν τον τραβά αρχινούσε. 15 Και κύκλω αφού τον έσερνε στον τάφο του Πατρόκλου τρεις γύρους, τότε ησύχαζε μες στην καλύβα πάλι και προύμτα, το νεκρό στρωτό παράταε μες στις σκόνες. 18
Και πριν του γύρεβε η καρδιά να πολεμάει τους Τρώες, 135 μα τότες λύσσα τρίδιπλη τον πήρε, σα λιοντάρι που πέρα, αλάργα απ' το χωριό, πηδά αψηλή μια μάντρα να φάει αρνιά πυκνόμαλλα, κι' ο πιστικός τού ρήχνει και το ματώνει, μα νεκρό στον τόπο δεν τ' αφίνει· το πάθος του έτσι πλήθηνε, μα δε βοηθάει κατόπι παρά τρυπώνει εδώ κι' εκεί, κι' έρμα τ' αρνιά σκορπάνε· 140 αφτά τα βλέπεις κατά γης σωρούς σωρούς στρωμένα, και το λιοντάρι απ' το μαντρί πηδάει ξαγριεμένο· με τέτια οργή τους μπήχτηκε των Τρώων κι' ο Διομήδης.
Φεύγοντας ο φονιάς, ο πιστός Γκεσούλης ζύγωσε το νεκρό, στρώθηκε καταγής και βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα μπροστινά του τα πόδια, άρχισε το λυπητερό γουρλητό ως το πρωί, κλαίγοντας τον πολυαγαπημένο του τον αφέντη κι' ευεργέτη του.
Λυπήθη τότε ο Αστροπιός πεσμένο σαν τον είδε, και τρέχει τους οχτρούς κι' αφτός με πάθος να χτυπήσει, μα αργά το σκέφτηκε, γιατί παντού ασπιδοφραγμένοι στέκανε γύρω στο νεκρό με πρόβαλτα κοντάρια. 355 Τι ο Αίας έτρεχε παντού, τους θάρρυνε τους μίλαε, οχ το νεκρό τους σύσταινε κανείς μήτε ένα βήμα να μην κωλώνει ή χώρια ομπρός να πολεμά απ' τους άλλους, Μον γύρω να βαρούνε εκεί κατάκοντα στημένοι.
Γυρεύει ν' απαντήση Τάλογο πανδρειεύεται. θέλει να πιη τη φλόγα Πώβραζε μες τη φλέβα του και 'ς τ' άγριο πέρασμά του Του χάραξε το λάρυγγα, του θέρισε το σφάχτη Του ρούφηξε τη λεβεντιά, του σβει την περηφάνεια Και μεθυσμένο από χαρά φυσσομανάει και φεύγει. Το άτι αναστηλώθηκε, στερνή παλληκαριά του, Τα λάγανά του αιμάτωσαν, λυγάνε η κλείδωσαίς του Και ροβολά νεκρό 'ς τη γη.
Και όλοι τους είναι σοβαροί σαν να ήρθαν να πάρουν εκείνον, νεκρό, και όχι την κυρά, νύφη, και περπατούν σιγά για να μην τον ενοχλήσουν.
Όταν στην Πύλο ο Μέλαμπος έφερε το κοπάδι από την Όθρυ, έγειρε στην αγκαλιά του Βία η ωραία Πειρώ, της γνωστικής Αλφεσιβοίας η μάννα. Και μήπως τάχα ο Άδωνις, μέσ' στα βουνά τσοπάνης, δε μάγεψε τόσο τρελλά την ώμορφη Αφροδίτη που και νεκρό στον κόρφο της σφικτά τον εκρατούσε;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν