Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουλίου 2025
Δέφτερος πήρε ο θεϊκός Δυσσέας να σηκώσει, και μια σταλιά τον σάλεψε, μα πού να τον σηκώσει! 730 Μον το δικό του λύγισε το γόνα, κι έτσι πέφτουν χάμου κι' οι διο κοντά κοντά και κουρνιαχτό γιομίζουν.
Όμως δε βγάζεις τίποτα, μον που θα με κρυώσεις χειρότερα· και πιο πολύ αφτό θα σου κοστίσει. Τάχα κι' αν έγινε ότι λες, θα πει πως έτσι θέλω. Μον κάτσε κάτου φρόνιμα κι' αγρίκα μου τα λόγια, 565 μη σηκωθώ, κι' όλοι οι θεοί που βρίσκουνται εδώ γύρω δε σε γλυτώνουν, έτσι εγώ χουφτιάσω τα μαλλιά σου.» Είπε, και σκιάχτηκε η κυρά, η γελαδόματη Ήρα, και την καρδιά της έσφιξε πια λέξη να μη βγάλει.
Μα αλήθια αφτός δεν έχει 240 λίγη, Αγαμέμνο, μέσα του χολή, μον παραβλέπει· αλλιώς, αφτή σου η αρπαγή θενάταν κι' η στερνή σου.» Όμως εκεί τον αρχηγό που τον κακολογούσε, να κι' ο Δυσσέας στη στιγμή προφταίνει και του ρήχνει μια άγρια ματιά, και με θυμό τού σταματάει τη γλώσσα 245 «Θερσίτη παλαβόστομε, που ξέρεις να φωνάζεις, στάσου, και μόνος μη ζητάς μ' εμάς να λογοφέρνεις!
Κι' απάνου απ' το κεφάλι του πάει στέκει, με του Νηλέα 20 όμοιος το γιό, που πιο πολύ απ' όλους τους αρχόντους τόνε τιμούσε ο βασιλιάς· έτσι αλλαγμένος τότες του μίλησε ο Ψεφτόνειρος και τούπε αφτά τα λόγια «Κοιμάσαι, γιε του μαχητή, του φημισμένου Ατρέα; Όλη τη νύχτα ο προεστός δεν πρέπει να κοιμάται, πούχει πολλά να νιάζεται, λαούς να διαφεντέβει. 25 Μον γλήγορα άκου με· έρχουμαι σταλμένος απ' το Δία, που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σ' ακριβοφροντίζει.
Ίσο μ' εσένα μερτικό ποτές μου δεν κερδίζω κάθε που πάρουμε καμιά των Τρώων πλούσια χώρα· Μον όθενε αίμας και σπαθί, να! ετούτα εδώ τα χέρια 165 δουλέβουν πρώτα, μα αν γενεί και μοιρασά, εσύ παίρνεις τα πιο πολλά, με λίγο εγώ, χωρίς παράπονο όμως, πίσω γυρνάω, κι' ας έλιωσα τους Τρώες πολεμώντας.
— Την άλλη αβγή, οπού λες, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τηράει ο Αργύρης και βλέπει τη φλογέρα του. — Πού τη βρήκες μάνα; ρωτάει τη μάνα τάχα με χαρά. — Ελέφκαινα, Αργύρη μου, στο Βαθυλάκωμα και την κατέβασε της σπηλιάς το νερό· του λέει εκείνη και τόνε φιλεί, τόνε φιλεί, λες κ' ήθελε τόνε χάσει. — Μάνα, της ξαναλέει ο Αργύρης, τόρα ήρθα και με είδες και σε είδα· μον πρέπει τόρα να γύρω μάτα στις κοπές του Μπέη για το καλό μας, και μάτα να πάω στην Αρκαδιά.
Μάτιαζε εκεί ίσα κι' έτρεχε, κι' οι άλλοι ακολουθούσαν φρικτά αλυχτώντας· τι έλεγαν πως πια δε θα βαστάξουν 125 οι Δαναοί, μον στα γοργά θα πέσουν μέσα πλοία... λωλοί, γιατί ήβραν στο πορτί διο πρώτα παλικάρια, κονταριστάδων Λαπιθών παιδιά καμαρωμένα, τον ένα του Περίθου γιο, τον άξιο Πολυποίτη, κι' άλλον το Λιοντάρα, άτρομο σαν Άρη θνητοφάγο. 130 Αφτοί στ' αψηλοπόρτι ομπρός στηθήκανε, όπως στέκουν απάνου γιγαντόκορφες βελανιδιές στα όρη, που πάσα μέρα σε βροχές αντέχουν και σ' ανέμους, τι ρίζες έχουν θέμελα μεγάλες απλωμένες· 134 έτσι τον Άσο πρόσμεναν και βήμα δεν κουνούσαν, 136 σαν που τους γκάρδιωνε η αντριά κι' απάνουθε οι συντρόφοι. 153
Και πού κανείς τον κάθε εκεί νεκρό να ξεδιαλύνει, μον με νερό ξεπλαίνοντας τις ματωμένες σάρκες, 425 χύνοντας δάκρια πύρινα τους φόρτωναν στ' αμάξια. Όμως να κλαίνε ο Πρίαμος δεν άφινε· κι' οι Τρώες βαριόκαρδοι απάς στη φωτιά τους σώρεβαν σωπώντας· κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν κατά της Τριάς το κάστρο. 429
Ωστόσο εκείνος κάθουνταν στα πλοία χολιασμένος ο γιος ο φτερουγόποδος του ξακουστού Πηλέα, δίχως σε προεστών βουλή ποτές του να ζυγώνει, 490 δίχως να πάει σε πόλεμο, μον τούλιωναν τα σπλάχνα πούμενε αφτού, και τις σφαγές ποθούσε και τις μάχες.
— Γιατί, καϋμένη Αναστασιά, γιατί περδικοστήθω; Τώρα οπού εμεγάλωσες κι' άνθισε η ωμοφιά σου Και χύνει μέσ' τα τρίστρατα τη μοσχομυρωδιά της, Σ' άλλον να σ' έχουν τάξιμο, κ' εμέ να μ' απαριάσης Οπού σε πρωταγάπησα από μικρή μικρούλα, Κι' ούτε της βρύσης τώλεγα, ούτε της συντροφιάς μου, Ούτε και της φλογέρας μου, του φεγγαριού, του ήλιου, Μόν' 'ςτήν καρδιά, το φύλαγα σαν θησαυρό κρυμμένο, Και με μια ελπίδα τώτρεφα, πότε να μεγαλώσης, Πότε να δώση ο Απρίλης σου, ν' ανθίση η ωμορφιά σου, Να σε ζηλεύουν κ' η Ξωθιαίς, 'ςτή βρύσι εδώ να σ' εύρω, Για να σ' ανοίξω την καρδιά, να ιδής πούσαι κυρά της, Και σ' είσαι 'ς άλλον τάξιμο κ' εμένα μ' απαριάζεις: — Μήτρο, 'ςτά λόγια σου γραφτή ξανοίγω την καρδιά σου, Μα 'ς άλλον μ' έχ' η μάνα μου από μικρή ταμμένη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν