United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και βιαστικός τους έβγαλε τα τεχνικά άρματά τους 110 γνωρίζοντάς τους, τι και πριν μες στο καραβοστάσι τους είδε, τότε απ' το βουνό π' ο Αχιλιάς τους πήγε.

Τι να γεφτεί θυμήθηκε κι' η χρυσομάλλω η Νιόβη, που δώδεκα έχασε παιδιάκι' όχι έναστο πυργί της, νιους έξη μες στη νιότη τους και θυγατέρες έξη. Μα ο Φοίβος σκότωσε τους γιους με τ' αργυρό δοξάρι, 605 τι θύμωσε της μάννας τουςκι' η Άρτεμη τις κόρεςτι ήθελε δα με τη Λητό να γίνεται ίσα κι' ίσα.

Ρουκέτες από σερπαντέν και βροχή το κομφετί. «Εδώ ο χαρτοπόλεμος ! Χαρτί και πόλεμοςΤρόμπες : «ούγου-ού-ου-ου ! !» Τα πεζοδρόμια παστά απ’ τον κοσμάκη που έσερνε πατείς με πατώ σε τα πόδια του μες τον άμμο μια πιθαμή· κι απάνω στα μαύρα ανθρώπινα κύματα: τα τουρλωτά καπέλλα των γυναικώνε σα μαούνες φορτωμένες ! όλα αυτά βουτηγμένα σταλεύρι, τυλιγμένα σ’ ένα σταχτοκίτρινο πέπλο βαρύ και πνιγερό . . . Να κι ο Θεοδοσίου ! Ού, σαχλαμάρα ! Μπράβο ! μπράβο ! του φωνάζουν άλλοι και δος του τα παλαμάκια από πέρα, όλο το δρόμο πουρχόταν. . : απάνω σ' ένα γάιδαρο τανάποδα, με του γαϊδάρου την ουρά ανασηκωτή στα χέρια αντίς για γκέμια . . κ' έκοβε μ' ένα ψαλλίδι τρίχες απ’ την ουρά και τις μοίραζε στον κόσμο!. . .Απ’ την ουρά κρεμότανε μια επιγραφή : ΕΘΝΙΚΩΝ ΤΑΜΥΟΝ. Πλάι στο γαϊδουροκαβαλλάρη έτρεχ' ένας μουντζουρωμένος παλιάτσος και τούδινε χαρτάκια από ένα πανέρι πούγραφε απέξω: ΜΠΗΛΙΕΤΑΚΕΙΑ. Ο γάιδαρος είχε στο κεφάλι μια σημαία γαλανόλευκη με κόκκινα γράμματα: ΔΟΛΙΑ ΠΑΤΡΥΣ. Και στου ίδιου του Θεοδοσίου το φέσι ήτον κολλημένο ένα χαρτί που έλεγε: ΣΙΝΝΑΛΑΓΟΙ. . . Και σφυρίγματα, τρόμπες, χάχανα, τροκάνια, χαρτοπόλεμος, στραγαλιές κατάμουτρα και μαγκαρία και μαρίδα από πίσω ατέλειωτη . . . . . Και νά πάλι αμάξια με τα αιώνια ντόμινα που έξαφνα σηκώνοντ' ορθά και ρίχνουνε με λύσσα κατά κάποιο παράθυρο στραγάλια, μπουκέτα, ό,τι τους τύχη στο χέρι . . . Σταναμεταξύ «Μακεδόνες» πεζοί, μισόγυμνοι μες τα χρυσόχαρτα, και «γαμπροί» και «νύφες» που φορούν το σεντόνι του νυφικού τους κρεββατιού για πέπλο και μπουλούκια-μπουλούκια παλιάτσοι με κουδουνάκια . . και ιππότες από όπερες με ισπανικά και περμαντόννες με πορτοκαλλιά κοντοφούστανα και μάγουλα βαμμένα σαν αυγά του Πάσχα και με κατσαρά από ροκανίδια. . . και κάτι διάβολοι κοκκινοφορεμένοι με τις ουρές τους αλλαμπρατσέττα . . . . . Και πάλι φωνές: «Χά !-χά !-χά ! χάκαι τρόμπες και ροκάνες και σφυρίγματα και «Χαρτί και πόλεμος ! εδώ ο χαρτοπόλεμοςκαι παλαμάκια . . .Κ' έξαφνα : «Να ! να το Κομιτάτο ! Έρχονται, έρχονται ! Τo Κομιτάτο !-…» Τι χαρά!

Γυάλιζαν τα μάτια της απ' την προσδοκία την άσωστη και στο βάθος τους έκαιγε μία φλόγα πηδοχαρούμενη : Δε θα περάση κ’ η γκαμήλα ; είπε δειλά-δειλά στο Νίκο σάμπως αυτή μονάχα να της έλειπε από την ευτυχία της Την άκουσαν από πίσω κάτι νέοι, που όλη την ώρα μασσουλούσαν πασσατέμπο, και χαχανίζανε με τους σπόρους ακατάπιωτους ακόμα μες το στόμα τους.

Έπρεπε να φύγει, ν’ αφήσει ελεύθερους τους αρραβωνιασμένους ν’ αγαπηθούν, ν’ αστειευτούν, χωρίς να έχουν μπροστά τους την εικόνα του θανάτου. Και ξαφνικά, εκεί μες στο σκοτάδι, κάτω από το χράμι, του φάνηκε πως κατάλαβε γιατί δεν μπορούσε να φύγει. Υπήρχε κάτι που τον κρατούσε ακόμη μέσα στο σπίτι των αφεντικών του, σαν ένας ανεξόφλητος λογαριασμός, που έπρεπε να ξεχρεωθεί.

Και τη λαβωματιά ο γιατρός θα πιάσει, και βοτάνια 190 θα βάλει απάνου τους πικρούς να σταματήσει πόνουςΈτσι είπε, και το θεϊκό διαλαλητή του κράζει «Ταρθύβη, τρέχα το Μαχά εφτύς εδώ να φέρεις, τ' άξιο βλαστάρι τ' Ασκληπιού, τ' ασύγκριτου χερούργου, για να κοιτάξει την πληγή του βασιλιά Μενέλα 195 που κάπιος τον σαΐτεψε, τεχνίτης στο δοξάρι, Τρώας ή σύμμαχος, τιμή για αφτόν, για μας λαχτάρα.». Είπε, κι' ο κράχτης άκουσε του βασιλιά το λόγο, και τράβηξε να πάει γοργός, μες στου στρατού την πύκνα γυρέβοντας τον αρχηγό Μαχά.

Δε χτίζει πια παλάτια αρμονικά και ασύγκριτα η γριά να κλείση μες ταθώρητα τα βάθη τους μία ζωή πανώρια, ονειρεφτή, για την αφρόπλαστη την κόρη της, μέσα σε άφτονα αγαθά και πλούτη ανιστόρητα και αφάνταστα! Και δε λογιάζει τόρα η γριά, δεν ονειρέβεται γλυκά!

Αποτότε, οπού λες, μια φορά το χρόνο, τη Λαμπρή, κοντά, η σπηλιά ξερνάει κόκαλα ξασπρισμένα και κυλάει ματωμένους αφρούς... — Ντε! Ψαρή μ', τόρα, να παγαίνουμ' αναγκαστά... . Α Ν Τ Ρ Ο Γ Υ Ν Ο Χ Ω Ρ Ι Σ Τ Ρ Α Γιάννη Ψυχάρη Με τα πρόσωπα χλωμά ξεραγκιανά, με τα μάτια βαθουλά σβυσμένα, τα μαλλιά τους λερά κι αξάγκλεγα έβλεπαν μες από τα σιδερένια δίχτυα των παραθυριών. Όλοι βουβοί κι αμίλητοι.

Και καταλάει κατόπι με το μαχαίρι ως δώδεκα αρχοντονιούς των Τρώων, 175 και νιους και σκύλους μ' ανοιχτά λαρύγγια μες στα ξύλα τους ρήχνει... α! βάρβαρη δουλιά σοφίστηκε να κάνει!

Επέρασε μες από το φεγγίτη της πόρτας τα δώρα πούχε φέρει του καλού της ένα ένα. Έστησαν ύστερα ολόθερμην κουβέντα οι δυο τους, αγαπημένο αντρόγυνο· εκείνος μες από τα σίδερα χλωμός, κ' εκείνη ροδοκόκινη απόξω. Τούπε ότι εγένησε διπλάρια, «να της ζήσουνε!» η Βασίλενα· ο Τόλιας επαντρέφτη, ακούς· «μας άφησε πια χρόνους κ' η Θεια-ΣίγουρηΧιλιαδυό καινούρια άλλα, που διαφερόταν ο Βεργής.