Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Ο λεβέντης αμαξηλάτης φάνηκε σε λίγο στην πόρτα με μια μεγάλη κούπα γεμάτη από κόκκινο Καστριώτικο κρασί. Ακούμπησε στον ορθό της πόρτας έζαψε τη μισή κούπα, έβγαλε από το στόμα του ένα ηδονικό «άαα!» και μας χαιρέτησε. Ένας από μας τότε τον ρώτησε ποιοι είταν αυτοί οι ξένοι.
Εγώ όταν έφαγον και έπιον από εκείνα τα πιοτά που παρωμοίαζαν το νέκταρ, και άρχισε το κρασί να κάμνη την ενέργειάν του, έλεγον της βασιλοπούλας· τι κάθεσαι εδώ σκλαβωμένη εις την αδιακρισίαν ενός βρωμερού Τελωνίου; ακολούθει με να υπάγωμεν έξω, διά να απολαύσης το αληθινόν φως του ηλίου και να ξεφαντώσωμεν χωρίς φόβον.
Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν, και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι, και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια. τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα έφερνε η κόρη κ' έθεσε 'ς το τορνευμένο αμάξι• 75 κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα, κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει τράγινο ασκί• κ' η κορασιά 'ς την άμαξ' αναιβαίνει• και λάδ' υγρό 'ς ολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη, μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. 80 και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία, και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο, και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην, μόνην όχι• η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι. και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, 85 ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο. και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν την αγριάδα την γλυκειά• τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι 90 σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάμα 'ς τους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν. και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν, εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος 'που τα χαλίκια 'ς την ξηράν ελεύκαινε το κύμα. 95 κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι, 'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο τα ενδύματ' έμεναν 'ς του ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν. και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη, έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. 100 και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι. και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει, ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου, κ' έχει 'ς τους κάπρους ηδονή και 'ς τα γοργά τα 'λάφια• και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, 105 παίζουν μαζή της, και η Λητώ 'ς τα στήθη αναγαλλιάζει• και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις, και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις• όμοια 'ς ταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα.
Και τ' άλογα oχ τ' αμάξια ξεζέψτε τα και βάλτε τους λίγη ταγή να φάνε, κι' έπειτα πλούσια πρόβατα απ' το καστρί και βόδια 505 αμέσως φέρτε, και ψωμί κρασί απ' τα σπιτικά σας.
Κι' οι προεστοί των Αχαιών μαζέφτηκαν κατόπι στον Αχιλέα ολόγυρα και τον περικαλούσαν να φάει και κάτι, μα όχι αφτός τους έλεγε βογγώντας «Να ζήστε, αδρέφια, αν μ' αγαπά κανείς σας, μη μου λέτε 305 ψωμί ή κρασί προτύτερα στο στόμα μου να βάλω, γιατί έχω μες στα στήθια μου τα σπλάχνα ματωμένα. Κι' ως να νυχτώσει αν καρτερώ, σας λέω μη με φοβάστε.»
Η Τζελίκα έκραξεν ευθύς, και της έφεραν διάφορα σερμπέτια και έπιαν όλες, ομοίως και εγώ· υστερώτερα ετοίμασαν μίαν τράπεζαν με διαφόρων λογιών φαγητά, και εφάγαμεν πολλά καλά και τελειώνοντας το φαγητόν, η περιδιάβασις εστάθη τόσον ζωντανή ωσάν να είχομεν πίη πολύ κρασί.
«Άμοιρε, μη μου οδύρεσαι εδώ συ πλειά, μη φθείρης 160 την ζωή σου, κ' ήδη πρόθυμα πολύ θα σ' αποπέμψω. αλλ' έλα, ξύλα μακρινά με την αξίνα κόψε, πλατειά συνάρμοσε πλωτή, κ' επάνω αυτής σανίδαις στήσε υψηλαίς, 'ς τα σκοτεινά πελάγη να σε φέρη. και άρτο, νερό, και κόκκινο κρασί, 'που δυναμόνει, 165 εγώ θα βάλω εις την πλωτή, μη πάθης από πείνα. θα σου φορέσω φορεσιαίς, και πρύμον θα σου στείλω, όπως συ φθάσης άβλαπτος 'ς την ποθητή πατρίδα, αν τούτο αρέσει των θεών των ουρανοκατοίκων, οπού καλήτερ' απ' εμέ νοούν και αποφασίζουν». 170
Πήρε ένα φυλλί τηγανίτα, μια χουλιαριά κουλάστρα, ένα μπούτι κόττα, άρπαξε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί στο χέρι κι' είπε: — Να ζήσετε και να καλοδεχτήτε τον Τασιούλα...
Τα κινήματα που έκαμνε και το κρασί που έβραζε μέσα εις το στομάχι του γεμάτον από διάφορα οπωρικά, του αναποδογύρισαν τα φαγητά εις το στομάχι, και του εκίνησαν ένα ξερατόν, που εκινδύνευε να ξεράση και τα εντόσθιά του, και τότε τα ποδάριά του αφέθησαν ωσάν νεκρά· και βλέποντας ότι δεν με σφίγγει πλέον, το έρριψα εις την γην και σηκώνοντας μίαν πέτραν εσύντριψα την κάραν του θηριώδους και κακοτρόπου γέροντος.
Και πιάνουν 465 να σφάξουν και το δειλινό να φαν μες στις καλύβες. Κι' ήρθαν καΐκια με κρασί της Λήμνος φορτωμένα πολλά, που ο γιος τούς τάστειλε του Γιάσου, ο Καλοκράσης, που γέννησε απ' το βασιλιά το Γιάσο η Αψιπύλη· και χώρια για τ' Ατριά τους γιους, Μενέλα κι' Αγαμέμνο, 470 του Γιάσου ο γιος κρασί έδωκε να πάνε ως χίλια μέτρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν