Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Σαν ήρθε η ώρα των αυλών και του πιοτού, ο γέρος είπε να πάρουν τα μικρά, τα πειό τρανά να φέρουν απ' τα ποτήρια του κρασιού, πειο γρήγορα να φθάσουν στου μεθυσιού την ηδονή• έφεραν τότε πλήθος από φιάλες αργυρές κι' από χρυσές• κ' εκείνος παίρνοντας την πειο όμορφη, τάχα πως χάρι κάνει στο νέο τον αφέντη του, γεμάτη του τη δίνει, βάζοντας μέσα στο κρασί και δυνατό φαρμάκι, που, καθώς λένε, του 'δωκε να ρίξη η κυρά του, που το παιδί ν' αφανισθή από το φως της μέρας.

Και επήγε την ώραν εκείνην να πάρη ολίγον φρέσκο κρασί, να το έχη διά το πασχαλινόν της πρόγευμα, οπού ήτο . . πολύ στομαχικόν και ευωδίαζε πεύκον, καθώς έλεγε, και ήτο πολύ στυλωτικόν, δι' αυτήν οπού είχε τόσον αδυνατισμένο στομάχι. — Είπα κ' εγώ, τέκνον μου, απήντησεν η κοσμοκαλογραία. Γιατί τότες, μαθές, σαν αποκόβεται από τη δουλειά, είνε, μαθές, μεγάλη αμαρτία.

Μα σαν τι μαθές να τρέχη; ρωτάει σαστισμένα ο Σφακιανός. — Σαν τι να τρέχη; Κρίμας που είσαι και Σφακιανός! Και δεν τόννοιωσες ακόμα πως η Κερά Μπάρτλεη που είδες στη Ρέθυμνο είνε Κρητικιά, και πως είνε η Καλλίτσα, η χαμένη η κόρη του Προεστού; Δεν το πήρε ταυτί σου τόνομά της τότες που τηνε φώναζε ο άντρας της να πη να σου φέρουν κρασί πρι να ξεκινήσουμε;

Κ' εκείνοι επαίνευαν την εξυπνάδα του και τον προσκαλούσανε να φάη από όσα άφισε ο σκύλος. Ελέγανε και στη Χλόη να του βάνη να πιή. Κι αυτή με χαρά έβαλε και στους άλλους και στο Δάφνη ύστερ' από κείνους· επειδή εκαμονότανε πως ήτανε θυμωμένη γιατί μια κ' είχεν έλθει εσκόπευε να φύγη χωρίς να την ιδή. Μα πριν να του δώση έπιε λίγο από το κρασί και ύστερα του το έδωκε.

Αυτά 'πε η κόρη του Διός, και ο λόγος της ακούσθη. και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκεςτα χέρια. και αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι, κ' έδωκανόλους απαρχήτα γεμιστά ποτήρια, 340το πυρ ταις γλώσσαις έρριξαν, και ορθοί λοιβαίς εχύσαν. και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, η Αθήνη και ο θεόμορφος Τηλέμαχος αντάμα εκίνησαν να πορευθούντο βαθουλό καράβι. και ο Νέστορας εκράτησεν εκείνους και τους είπε• 345

Εγώ το κατάλαβα, Κρατήρα, είπε τέλος ο Μπάρμπα-Σταύρος, οσφρανθείς και αυτός της ευωδίας του τρυφερού κρέατος. Τον κολλήγαν σας τον έπιασε λίγο. — Χριστός και Παναγία! ανεκραύγασεν η Κρατήρα ακούσασα την βαρείαν φράσιν. — Το κρασί, καλέ! διώρθωσεν αμέσως ο Μπάρμπα-Σταύρος. Στρώσε λοιπόν το τραπέζι, Κρατήρα.

Και αντείπε αυτής ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 435 θάρρου• ως προς τούτα παντελώς έννοια μη βάλη ο νους σου. δε εγεννήθ' ο άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι, χέρι να βάλη φονικό του υιού σου Τηλεμάχου, όσο εγώ ζω κ' εδώτην γη βλέπω το φως του ηλίου. κ' ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• 440 ευθύς το μαύρον αίμα τουτην λόγχη μου θα ρεύση. ότι κ' εμέ συχνόπαιρνεν ο ήρωας Οδυσσέαςτα γόνατα του, κ' έβαζετα χέρια μου ψημένο κρέας, και κόκκινο κρασί μου σίμονετα χείλη. όθεν προς τον Τηλέμαχο περίσσιαν έχω αγάπη• 445 και απ' τους μνηστήραις θάνατον, του λέγω, ας μη φοβήται• αλλ', αν προέλθη απ' τους θεούς, αποφυγή δεν είναι». να την θαρρεύση αυτά 'λεγε, κ' έπλεκε αυτός τον φόνο.

Κι' όταν, από τους άνδρες μας κρυφά, στης αποθήκες πάμε για φρούτα και κρασί, πάντα μπροστά μας βγήκες, και μολονότι εγκληματείς μαζύ μας τόσους χρόνους, ποτέ δεν το μαρτύρησες, λυχνάρι, στους γειτόνους! Ο μονόλογος ούτος της Πραξαγόρας πρέπει ν' απαγγέλληται υπό του ηθοποιού όσον οίον τι πομπωδώς, διότι διά τούτου παρωδεί και σατιρίζει ο Αριστοφάνης το ύφος των τραγικών ποιητών.

Χρήματα παπάδες όταν δεν θα παίρνουν, όταν το κρασί δεν θα το δολώνουν όταν δεν θ' αλλάζουν τους συρμούς οι ράπται, κι όλ' οι δικηγόροι δίκαια θα λέγουν, και κανένας νέος δεν θα κάμνη χρέη κι' ούτε καμμιά γλώσσα θα κακολογή, κι' όπου τρέχει κόσμος δεν θα τρέχουν κλέπται, κι' όταν θα σκορπίζουν χρήματατους δρόμους, κι' όταν εκκλησίας μαυλισταί θα κτίζουν, σύγχυσις μεγάλη τότε θα επέλθη εις της Αλβιόνος το βασίλειον.

Και καθώς κάθιζε, μέσα στη μελωδία εκείνη που τον πλημμύριζε πέταξε η χαρούμενή του ψυχή στην αιώνια την ξενιτειά. — Τώρα να μας πης, Καπετάν Σταμάτη, ένα πράμα που συχνά, θαρρώ, το δηγήθηκες, μα από το στόμα σου ποτές μου δεν τάκουσα. Γιατί σε λεν Πολίτη; — Ύστερ' απ' αυτό το καλό κρασί δεν χαλνώ την καρδιά σου, κάνει ο Καπετάνιος.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν