United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε μπορεί να νοιώση πώς γίνεται σ' ένα πανώριο σώμα να κατοική τόσο ξετσίπωτη ψυχή. Και όμως γίνεται, γέροντά μου, γίνεται. Και θα γίνεται όσο βαστάει ο κόσμος.... Σ' αυτό λοιπόν το σπίτι βρίσκεται σήμερα ο Άλταης ο Χαγάνος και βρίσκεται σε κακή διάθεση. Όχι σ' όλο το σπίτι παρά σ' ένα δωμάτιο. Απόξω φαίνεται γερό· μέσα όμως είνε χάλασμα το περισσότερο. Τα καλήτερα χωρίσματά του είνε ακατοίκητα.

Κατέβαινα κάτω στο γιαλό, κάτω στη μοναξιά, για να φωνάζω τόνομά σου, για να πιστέβω πως είσαι κοντά μου, για να ξέρω πως υπάρχεις. Σ' ό τι νησί κι αν είμουν, είχα πάντα βία να φύγω. Γρήγορα γρήγορα να πάω! Ίσως στάλλο το νησί καλήτερα θα είναι· ίσως θα κάμω καλήτερη δουλειά. Πήγαινα και πάλι έλεγα τα ίδια κ' ήθελα πάλε να τρέξω αμέσως αλλού.

Τώρα μπορώ και βλέπω καλήτερα και καθαρότερα τόνειρό της παρά τότε! Είναι βέβαιο πως τα έβλεπε όλα αυτά, όσο που έσβησε όλη η τρελή ψυχική της διάθεση κ' είδα πως γεμίσανε δάκρυα θερμά τα μάτια της. Με ζωηρό κίνημα άδειασε τα ποτήρι της, γλύστρησε από τον καναπέ κι ακκούμπησε τα κεφάλι στα γόνατά μου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα τι ωφελεί κι' αν ήτανε, οπού αυτό δεν έχει σχέσι τόση με το φεγγάρι το παληό και νέο; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μια μέρα οι αντίδικοι να βρίσκωνται προτήτερα, και έτσι ο συμβιβασμός να γίνεται καλήτερα• ειδ' άλλως να βιάζωνται κι' από της νέας το πρωί της μέρας να δικάζωνται. ΠΑΣΙΑΣ. — Ο Μάρτυς και μετ' ολίγον ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

Ανέλπιστα όμως έγινε καλήτερα η γυναίκα μου. Το καλητέρεμά της προχωρούσε αργά κ' η δύναμή της είτανε λίγη. Δεν περιγράφεται πόσο παράξενο μας είταν αυτό το νέο ξύπνημα στη ζωή, που κανείς δεν το περίμενε. Ωστόσο είτανε πραγματικότητα κι όταν τώρα καθόμουνα στο γραφείο μου κάτω στο ισόγειο κι όλο το σπίτι είτανε βυθισμένο στην ησυχία, μπορούσα να ξαναπλάθω πάλι όνειρα για το καλοκαίρι.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Μα τον Θεόν, τωόντι ομοιάζει ωσάν καμήλα. ΑΜΛΕΤΟΣ Μου φαίνεται, είναι ωσάν νυφίτσα. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τωόντι έχει ταις πλάταις της νυφίτσας. ΑΜΛΕΤΟΣ Ή φάλαινα καλήτερα; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Πολύ ομοιάζει φάλαινα. ΑΜΛΕΤΟΣ Το «αμέσως» λέγετ' εύκολα. — Αφήσετέ με, φίλοι.

ΑΜΛΕΤΟΣ Τι εννοείς με εφοδιάσματα; ΟΣΡΙΚΟΣ Τα εφοδιάσματα, Κύριε, είναι τα κρεμαστάρια. ΑΜΛΕΤΟΣ Η λέξις θα εταίριαζε καλήτερα με το πράγμα, αν έπρεπε να εφοδιάσωμε κανόνια· πριν γίνη τούτο, θα επρο- τιμούσα να τα λέγωμεν απλώς κρεμαστάρια.

Καλήτερα, λέω, να μάθη πώς είμαστε σήμερα. Τι θα βγη με τα περασμένα; Αν έκαν' έτσι ο πατέρας σου, δε θα είχαμε σήμερα τούτη την τρυπούλα. Κ' έπειτα να σου ειπώ· επρόσθεσε μαλακώτερα· καλά είσαι συ στα βιβλία. Ας το το παιδί να πάρη το δρόμο του. Δε μπορεί να γίνουμε όλοι σοφοί! — Καλά, μητέρα, καλά· είπε ο Αριστόδημος, σηκώνοντας μ' αδιαφορία τους ώμους του· ας γίνη ό,τι θες.

Έπειτα άρχισε για όλα του καραβιού. Πάνε οι μπαμπάδες, πάνε οι μούρσοι, πάνε τα πόμολα. Είχαμε φιγούρα ένα Μακεδόνα· δεν του άρεσε. — Να βάλουμε, λέγει, δέλφινα. Έβαλε δέλφινα. Το πομπρέσο είχε σκαλισμένον ένα σταυρό στην άκρη. — Όχι σταυρό, λέγει· λουλούδι θα βάλω. — Μα τι σε πειράζει σταυρόςλουλούδι; Ίδιο είνε. — Όχι· καλήτερα λουλούδι. Άλλα έξοδα πάλι. Έβαλε στο πομπρέσο λουλούδι.

Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει, 'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. 410 κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας γέμισαν το δισάκκι του• και, ως έμελλε να γύρη προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα, εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε• «Δόσε ω φίλε• των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας 415 η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος. όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης ψωμί, κ' εγώτα πέρατα της γης θα σε δοξάζω. ότι κ' εγώ πανευτυχήςτον κόσμον ήμουν κ' είχα πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, 420 όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη. και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται. αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία. με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω 425την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση. τα ισόπλευρα καράβια μουτου Αιγύπτου το ποτάμι έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων σιμάτα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, και πρόσκοποι ν' αποσταλούνταις κορυφαίς τριγύρω. 430 κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των, και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων, παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις. κ' ευθύς επήγε τ' άκουσματην πόλι τους, κ' εκείνοι, άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν• 435 και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, 440 άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν, κ' εμέτην Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα• κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος».