Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Αυτά 'πεν όμως την χορδήν εκείνος να τανύση έλπιζε και το σίδερο με βέλος να περάση, κ' έμελλε πρώτος να αισθανθή το βέλος απ' το χέρι τον Οδυσσέα του λαμπρού, 'που κείνος είχε υβρίσειτο δώμ' αυτού καθήμενος, κ' οι φίλοι τον κατόπι. 100

Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας, το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, 405 ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο, τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση, το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος, και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· 410 ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη. τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι· και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας. εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. 415 και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα, αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες· το κράτησετο κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος, νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, 420 τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει, Τηλέμαχε, καθήμενοςτα μέγαρά σου ο ξένος. μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο 425 το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου, και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες. κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». 430

Καθήμενος εις την πλατείαν του Συντάγματος προ ολίγων ημερών τους παρετήρουν επανερχομένους από την Πεντέλην και ανεπόλουν αρχαίας πανηγύρεις φυσιολατρικάς και μου ήρχετο εις τον νουν έν των χαριεστέρων ποιημάτων του Δ' Αννούντσιο, το οποίον του ενέπνευσαν κλάδοι ανθισμένης αμυγδαλής. Αλλ' όσον και αν είνε ωραίον το θέαμα δεν εμπνέει εις όλους τας αυτάς σκέψεις.

Ο Βράγχος καθήμενος επί πέτρας κρατεί υψηλά λαγόν και παίζει δεικνύων αυτόν προς τον σκύλλον του, ο οποίος φαίνεται έτοιμος να πηδήση εις ύψος και ν' αρπάση τον λαγόν. Παρίσταται δε εις την σκηνήν και ο Απόλλων, ο οποίος μειδιά τερπόμενος να βλέπη και το παιγνίδι του παιδιού και τας προσπαθείας του σκύλλου.

Από το αίμα στα χέρια της πολυθρόνας μπορούσε κανείς να συμπεράνη πως επυροβόλησε καθήμενος μπρος στο γραφείο του· πως έπειτα έπεσε με σπασμούς και κυλίστηκε γύρω στην καρέκλα. Ήτανε στο παράθυρο, παραλυμένος, ανάσκελα, με όλα του τα φορέματα, με τα παπούτσια, με γαλάζιο επανωφόρι και κίτρινο γελέκο. Όλο το σπίτι, η γειτονιά, η πόλις αναστατώθηκε. Ο Αλβέρτος εμπήκε.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Εάν εδώ καθήμενος εμέ να τέρπης, ξένε, ήθελες, δεν θα χύνονταν ύπνοςτα βλέφαρά μου· 590 αλλ' άυπνοι παντοτινά δεν γίνεται να μένουν οι άνθρωποι· και των θνητών εις κάθε πράγμα μέρος διώρισαν οι αθάνατοι, 'ς την γη την σιτοδώρα. αλλ' εγώ τώρα θ' αναιβώ 'ς τ' ανώγι να πλαγιάσωτην κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζουν 595 τα μάτια μ' από την στιγμήν οπ' έφυγ' ο Οδυσσέας, την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην· κει θα πλαγιάσω εγώ· και συτο σπίτι εδώ κοιμήσου· ή στρώσε χάμαι ή θέλησε να σου ετοιμάσουν κλίνη».

Τω όντι, επάνω εις την ωραιοτέραν του λιμένος θέσιν, επάνω εις το υψηλότερον του χωρίου μέρος, επάνω εις ένα βράχον λευκόν, λευκότερον από το κύμα, το οποίον τον έλουεν ημέραν και νύκτα, οι τηνιακοί τέκτονες έκτισαν πάλλευκον καλόν μέγαρον, ως εξαφρισθέν εκεί υπό νηρηίδων από του βυθού, με δύο ορόφους, με ογκώδη και υψηλήν πύλην, με μεγάλα παράθυρα, με μαρμάρινον πάγκαλον εξώστην, όπου καθήμενος ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός εκάπνιζε τα τσιμπούκι του κ' εκαμάρωνε, δίπλα του αραγμένας, της δύο σκούναις του, ότε κατέπλεον, περνώσαι μόνον και μόνον ίνα τον χαιρετίσουν και τας χαιρετίση, επειδή δεν εταξείδευε πλέον, παραδώσας την κυβέρνησίν των εις τον μονογενή αυτού υιόν.

Ανέκυψε την κεφαλήν, κατεβίβασε τους πόδας, και καθήμενος επί του καναπέ, με τας δύο χείρας στηριζομένας επί του τάπητος, με τα βλέμματα προσηλωμένα προς την θύραν και τα χείλη ημιανοικτά, έμενεν ακίνητος και σιωπηλός.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο μαχητής Μενέλαος εγέρθη από την κλίνη, ενδύθη, και το κοφτερότον ώμο έζωσε ξίφος. 'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια, κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 310 του Τηλεμάχου ωμίλησε καθήμενος σιμά του•

Υπό του προπυλαίου τούτου την σκέπην, εκατέρωθεν της πύλης, ήσαν δύο μαρμάρινα εδώλια. Εκεί καθήμενος συχνάκις, ανεγίνωσκα τας επιγραφάς των επιτυμβίων πλακών, αίτινες εσχημάτιζον του νάρθηκος την στρώσιν. Εκεί, από του κτήτορος και εφεξής, εθάπτοντο της μητρικής οικογενείας μου οι πλείστοι.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν