Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Σκότωσε τότε ο ένας τους τον άρχοντα Μενέστη, τ' Αρήθου γιο, που γέννησε στην πολυστάφυλη Άρνα 10 η ώρια η Φυλομέδουσα κι' ο ροπαλάς Αρήθος. Κι' ο Έχτορας τον Ηονιά τρυπάει στο σνίχι πίσω κάτου απ' το κράνος το στιλπνό, και τη ζωή του παίρνει.

Γιατί ετσιδά φοβέρισε, που θαν το κάνει κιόλας· 415 Θα σακατέψει τ' άτια σας αφτού μες στα λουριά τους, θα σας γκρεμίσει κάτου εσάς, τ' αμάξι θα σας σπάσειμηδέ σε δέκα ολόκληρους που κυκλοφέρνουν χρόνους δεν έχουνε γιατριά οι πληγές π' ανοίγει ο κεραβνός τουγια ναν το δεις, κυρά Αθήνα, σαν πώς τον πολεμούνε. 420 Ειδέ την Ήρα, αδιαφορεί, τι κάνει δε θυμώνει· σύστημα τόχει ότι κι αν πει να βάζει πάντα αμπόδια.

Τρίζανε οι ράχες, άπαφτα με πείσμα οι μεστωμένες χέρες τραβούσαν, έτρεχε ποτάμι κάτου ο ίδρος, 715 γρόμποι παντού πετάχτηκαν στους ώμους στα πλεβρά τους πυκνοί κι' αιματοβύσσινοι. Και σπρώχνανε τραβούσαν δίχως ανάσα, τι ήθελαν το διάσκελο τριπόδι. Μήτε όμως του Λαέρτη ο γιος κατάφερνε τον Αία να ξεριζώσει, μήτε αφτόν να ρίξει χάμου ο Αίας, 720 τι είχε τα κότσα αλύγιστα.

Δυο μεγάλες βαθιές ποταμιές, που κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ψηλά, ζώνουν τον μαχαιροκομμένο κοκκινόβραχο που βαστάει το χωριό μας απάνου του. Από το φρύδι του βράχου, που χάσκει ομπρός κάτου γκρεμός φοβερός κι άβυσσος άπατη, αρχίζουν τα σπίτια του χωριού άσπρα άσπρα κι αραδιασμένα τον ανήφορο τόν' απάν' από τάλλο, σα σκαλοπάτια, ως την κορφή.

Τότε έστειλε στον κάμπο τη χρυσοφτέρουγη Ίριδα με μήνημά του κάτου 185 «Τρέχα να πεις, γοργή Ίριδα, στον Έχτορά 'να λόγο.

Ήτανε κοντά ώρα της αγογιοματινής βοσκής κι ο Δάφνης, αφού ανάντεψε από ψηλή ραχούλα τα κοπάδια και τη Χλόη κ' εφώναξε δυνατά «ώ Νύμφες και Πάναέτρεξε κάτου στον κάμπο· και σαν αγκάλιασε τη Χλόη και λιγοψύχησε έπεσε χάμω.

Ένα από κείνα της θεάς διαλέγει να χαρίσει, πούταν στα ξόμπλια πιο όμορφο κι' απ' όλα πιο μεγάλο, λαμπρό σαν άστρο· κι' είτανε βαλμένο κάτου κάτου. 295 Και κίνησε, κι' ένα σωρό αρχόντισσες ξοπίσω.

Ξύγκι; — Το καψόξυγκο είνε, που μας ζωντανεύει. Μ' αυτό στο ψωμί, μ' αυτό στο λύχνο, μ' αυτό τηγανίζουμε κάν' αυγό. Ξύγκι που πάει γόνα, κι αυτό λιγοστό, πού να βρεθή το έρημο! — Και κατεβαίνετε το χειμώνα κάτου; — Όπως ντέση. Τους τρεις μήνες ροβολάμε μια βολά. Σε στρυμόνει το χιόνι, παιδί μου. Κρύο, λες; πεθαμός! Και βδομάδα κάνουμε ν' ανοίξουμε πόρτα.

Βογγάει άγρια στο πλευρό του το θυμωμένο ρέμμα γιομάτο αφρούς και φοβέρα, κρέμονται απανουθιό του οι κοκκινόβραχοι του γκρεμού σαν ατίναχτ' αστροπελέκια, γύρου το περιζώνουν λίγ' αγριοπρίναρα οπ' αρματώνουν τον τραχιόν εκείνο ριζό και κάτου απλώνεται ολάνοιχτος ο παχιός και καρπερός κάμπος ως την Πάργα κι ως την Παραμυθιά πέρα.

Βρε παιδί μου, μην τύχη και βαστάει ακόμα μέσα σου το κρασί; Εμένα πια το κεφάλι μου δε γυρίζει. Έλα κάτου να σφίξουμε μια, κ' εκεί τα λέμε. — Του κάκου· χρέος μου να το διαφεντέψω τόνομά σου, και τίποτις δε με γυρίζει από το σκοπό μου. Μια βδομάδα δεν είνε που με δασκάλευες το τι να κάμω, τότες που τάχασα με τη μαζώχτρα και τόκαμα. Αράδα, σου τώρα να μ' ακούσης και συ, και νάρθης μαζί μου.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν