Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Μ' έπιασε, αληθινά, φρίκη βλέποντας να καίνε αυτούς τους δυο Ιουδαίους κι' αυτό το χρηστό Βισκαϊανό, πούχε παντρεφτή τη νουνά του. Αλλά ποια ήταν η έκπληξή μου, ο τρόμος μου, η ταραχή μου, σαν είδα μέσα σ' ένα κίτρινο ράσο και κάτου από μια μίτρα κάποιον, που έμοιαζε του Παγγλώσση. Έτριβα τα μάτια μου, έβλεπα προσεχτικά, είδα να τον κρεμούν· έπεσα λιπόθυμη.

Και καθώς πέρναγε και λαφροπηδούσε από βάτο σε βάτο, από δέντρο σε δέντρο, σα δυσκολοθώρητο αγρίμι πούπρεπε να είνε μαθημένο το μάτι σου να το ξεχωρίσηΜπαμ! ο Σουλεημάνης, που τον παραμόνευε από δικό του κρυψώνα, ας είνε καλά η τετραπέρατη η Μαζώχτρα, που τονε μυρίστηκε από την ώρα που πρωτανέβηκε και τα πρόφταξε του αφέντη της· μια κουτρουβάλα λοιπόν, και κάτου ο Δημήτρης πρι να βραδιαστή κ' η δική του η τουφεκιά.

Κοντός, κουρελιάρης, με μακρυά και λερή φουστανέλλα, πού κατέβαινε πειο κάτου από τα γόνατά του, άσκημος, σπανός, ξεραγκιανός και πολύ φοβιτσάρης. Έκανετο στρατόπεδο της γυναικείες δουλειές, έπλυνε, ετοίμαζε τα σφαχτά κ' έψηνε τα κοκορέτσα και τα σπληνάντερα.

Κι' αφτός με το κοντάρι εφτύς το Λιόκριτο σκοτώνει, τ' Αρίσβα γιο κι' αγαπητό του Λυκομήδη φίλο. 345 Και σαν τον είδε πούπεσε, πικράθη ο Λυκομήδης, και τρέχει στέκει ολόκοντα και ρήχνει το λαμπρό όπλο, και τ' όπλο του τον Απισά κάτου χτυπά απ' τη σκέπη στο σκώτι, και τον προβοδάει, ένα άντρα πολεμάρχο, που πέρα απ' τη χοντρόσβωλη την Παιονιά 'χε φτάσει 350 κι' είταν στερνά απ' τον Αστροπιό το πιο γερό κοντάρι.

Όχι και πολύ· στην εποχή που το μετόχι μας έφτανε κάτου στη Μεσοποταμία. Έπειτα ήρθαν οι Τσιμισκήδες, οι Κομνηνοί, οι Φωκάδες, οι Βουλγαροχτόνοι. Να εδώ· βλέπεις; — Ναι· τι μεγάλο ποτάμι! και μέσ' στα κύματά του κυλάει κεφάλια. Τι άσκημα κεφάλια που είνε! — Είνε Βουλγάρικα. Τάκοψε ο Βασίλειος κι από τότε η γενιά του Θεομίσητου δούλευε σκλάβα στη δική μας. — Τι αθάνατοι! εψιθύρισε ο Δημητράκης.

Σκυλί, όποιος κι αν ήσαι Τον έχω λάβει χάρισμα... είναι δικό μου ψώνι.. Μάθε το... κάτου τ' άρματα... Και σαν τη νυχτερίδα Κολλάειτου Διάκου τα μαλλιά. Ξανάφτουνε οι φονιάδες. Αψόνει πάλ' ο θόρυβος. Τρέχουν, πηδούνε, σκούζουν Κι' αποσταμένοι πλακωτοίτου ρουπακιού τον ίσκιο Αράζουνε και στέκονται.

Εφόρειε μεγάλη σκούφια 'ςτό κεφάλι του, στολισμένη με ωραία φτερά, και μακρύ μεταξοπράσινο δουλαμά, περιπλουμισμένον με χρυσά σιρίτια, που φάνταζε θαυμάσια, καμωμένος με πολλή μαστοριά και με τέτοια τέχνη ντυμένος, όπου σα σκέπαζεν από τη μέση και κάτου τ' άρματα, εφαίνονταν και τ' άρματα κ' εφαίνονταν κι αυτός.

Το τι θα γίνουν λαχταρώ, κεφάλι πια δεν έχω, λες παραζάλη μ' έπιασε, κι' όξω η καρδιά οχ τα στήθια πηδάει, και κάτου μου λυγούν τα γόνατα και τρέμουν. 95 Μα αν να βοηθήσεις θες, αφού και συ δεν έχεις ύπνο, έλα και κάτου στους φρουρούς ας πάμε, για να δούμε μήπως αυτοί απ' την κούραση και νύστα αφανισμένοι ολότελα αποκοιμηθούν και τη φρουρά ξεχάσουν· τι στέκουν δες! κοντά οι οχτροί, μήτε κανείς κατέχει, 100 και νύχτα αν δεν τους συνεμπεί ν' ανοίξουνε κοντάρι

Μα τέλος πια σα διάβηκαν χαντάκι και παλούκια τρεχάτοι, κι' έπεσαν πολλοί απ' των οχτρών τα χέρια, στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στα πλοία 345 σκούζοντας ένας τ' αλλουνού, και μ' απλωτά όλοι χέρια τον κάθε φώναζαν θεό μ' αντάρα και περκάλια· κι' ο Έχτορας τ' ωριότριχο ζεβγάρι απάνου κάτου γύρναε, λες πλάκωσε Γοργό ή θνητοφάγος Άρης.

Θάγλεπες τότες συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, 130 και σαν αρνιά θα κλείνουνταν οι Τρώες μες στο κάστρο, μα εφτύς τους είδε των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας, κι' αστραφτομπουμπουνίζοντας τινάζει φλογισμένο αστροπελέκι κάτου, ομπρός στα ζώα του Διομήδη· κι' η φλόγα πήδησε σκιαχτή απ' το καμένο θιάφι. 135 Κάπου απ' τ' αμάξι τ' άλογα ζαρώσανε απ' το φόβο, τούπεσε κι' οχ τα δάχτυλα του γέρου τ' ώριο γκέμιτου κόπηκε η καρδιά μαθέςκαι του Διομήδη τούπε «Διομήδη, γύρνα τ' άλογα και δρόμο ξαναπίσω! μηγάρ βοήθια δε νογάς πως δε μας στέργει ο Δίας; 140 Τώρα σ' αφτόν του Κρόνου ο γιος χαρίζει κάθε δόξα σήμερα· απέ ύστερα κι' εμάς, αν θέλει, θα μας δώκει.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν