Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Στη ρίζα δυο αγκαλιασμένων δέντρων κάτου από μαύρα φύλλα σταλάζει η βρύση των λυγμών μόλις έρθη το βράδυ. Μόλις πλαγιάσουν τα πουλιά στα λίκνα των κλαριών και το δάσος βυθιστή στους συλλογισμούς του — η ψυχές κατεβαίνουν τη μαύρη ρεμματιά και πάνε στη βρύση των λυγμών να γεμίσουν. . .

Και ξεφωνίζει, κάτου ορμάει, και τρέχει να σηκώσει την κοσμοξάκουστη φρουρά μπροστά στο τειχοπόρτι 530 «Βαστάτε το πορτί ανοιχτό ως που ο πανικωμένος λαός να φτάσει ως στο καστρί, τι τήρα! ο Αχιλέας να! εκεί τους κυνηγά . . . Ω φωτιά που θα μας κάψει τώρα!

Μα το Διομήδη η άγρια σαΐτα δεν τον δάμασε, μον ως μπροστά στ' αμάξι πίσω γυρνάει και στέκεται, και του συντρόφου κράζει «Έλα, αδερφέ μου Στένελε, πήδα οχ τ' αμάξι κάτου, για να μου βγάλεις την πικρή που μ' ήβρε εδώ σαΐτα110 Είπε, και χάμου ο Στένελος ευτύς πηδά οχ τ' αμάξι, και πάει σιμά του στέκεται, και τη γοργή σαΐτα όξω απ' τον ώμο του σκουντάει κι' ίσα τη βγάζει πέρα.

Και κάτου πια σαν έφτασαν ως στην αρχή του κάμπου, τότες αφτοίοι γαμπροί κι' οι γιοίγυρίζουν πόδα πίσω, 330 μέσα να παν.

Χωρίς να μετανιώσουν που αγάπησανχωρίς να στενάξουν που πληγώθηκανκρατούν το στόμα της στάμνας των κάτου απ' τους λίγους σταλαγμούς της... Κι όταν φύγουν όλες, πλησιάζω στη βρύση των λυγμών τη βαρειά μου στάμνα και περιμένω ως τα μεσάνυχτακαθώς το θέλησες, αδερφέ μου, — να γεμίση. Στην αγορά του Σαβάτου τ' άλογα που ήταν για πούλημα μιλούσαν κάτου απ' τη λεύκα για τη ζωή τους.

Τούπαν πως τα νερά της λίμνας τα σουρώνει ή καταβόθρα και βρίσκει άλλες καταβόθρες κάτου, κι άλλες παρακάτου, κ' ετρούπησαν τα σωθικά του Ταΰγετου τα νερά, κ' εξέσπασαν δωκάτου στο Βαθυλάκωμα που το λέμε. Αφογκράζεται ο Αργύρης μανοιχτό το στόμα. Μια νυχτιά παίρνει κι απαρατάει του Μπέη τα πρόβατα στο μαντρί, και κατεβαίνει στη λίμνα.

Είπε, και σβύνει ο Ήφαιστος τις θεϊκές του φλόγες, και κάτου τρέχουν τα νερά ξανάστροφα στο ρέμα. Κι' έστεκε ο γέρο-Πρίαμος στον πύργο, κι' από κει είδε 526 το γίγα του Πηλέα γιό· και σαν τραγιά όλοι οι Τρώες δίχως αντίσταση έτρεχαν φύγει όπου φύγει ομπρός του.

Κι' όταν έφτασε στου θεϊκού Δυσσέα το τρεχαντήρι, οπούκαναν τις συντυχιές και δίκες κι' οπούχανε και τους βωμούς χτισμένα των θεώνε, να! άξαφνα ομπρός του ο Βρύπυλος, του Βαίμου θεοπαίδι, από τη μάχη, στο μερί σαϊτολαβωμένος, 810 προβάλλει εκεί κουτσαίνοντας, και κρύος τούτρεχ' ίδρος κάτου οχ τα ραχοκέφαλα, κι' απ' τη βαθιά πληγή του ανάβρυζε αίμας μελανό, μα ο νους του βάσταε ακόμα.

Φλόγα τότε έβαλε άσπλαχνη στα ξύλα να φουντώσουν, κι' αχ ξεφωνώντας έκραξε το λατρεμένο βλάμη «Τώρα άμε κάτου, αδέρφι μου, και πια θεός μαζί σου! τι κάθε τάμα πούταξα σου τόχω κανωμένα. 180 Να, δώδεκα αρχοντόπουλα μαζί σου των οχτρώνε τα τρων οι φλόγες όλα τους. Όμως τον Έχτορα όχι! δε θαν τον δώκω της φωτιάς, μον σκύλοι θαν τον φάνε183

Από το νόμο τούτο μας λένε πως ωφεληθήκανε πολύ κάποιοι νατουραλίστες λογογράφοι του γερμανικού θεάτρου από τη σχολή που τα θεμέλια της βάζει η «Λουίζα Μύλλερ» του Σίλλερου και απλώνεται ως τα χρόνια του Χάουπτμαν Η Μαρία Μύρτου κάτου από το ωραίο της το πρόσωπο κι' από το εργατικό της χέρι, κρύβει μιαν ασύγκριτη θέληση.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν