Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Τι μια στιγμή αν πες θέλαμε οι Δαναοί και οι Τρώες να φιλιωθούμε, κι' έτσι οι δυο να μετρηθούμε χώρια, οι Τρώες κάτου να στρωθούν όσοι είναι χωραΐτες, 125 και πάλε εμείς σε δεκαριές πες α θε χωριστούμε και διάλεγε ναν την κερνάει μια μιά κι' από 'ναν Τρώα, θάμεναν δεκαριές πολλές χωρίς τον κεραστή τους.

Κι' ο γέρος μου πατέρας εφτύς σαν πήρε μυρουδιά, με φοβερές κατάρες μ' άρχισε, κι' όλο δέουνταν στις άγριες Καταδιώχτρες ποτές να μην καθήσει γιος στο γόνα μου, βγαλμένος 455 από σπορά μου· κι' οι θεοί ξακούνε την κατάρα, ο Άδης κάτου στ' άνηλια της γης κι' η Περσεφόνη.

Τι κάθε π' όρμαε στο πορτί αγνάντια να ξεκόψει κι' ως κάτου απ' τους ορθόστεκους να καταφύγει πύργους, 195 μπας κι' οι δικοί του απάνωθες με σαϊτιές βοηθήσουν, γλήγορα ο άλλος πρόφταινε μπροστά και τον γυρνούσε κατά τον κάμπο, κι' έτρεχε μεριά του κάστρου ο ίδιος.

Ο γέρων απήντησε δεικνύων διά της χειρός·Στον κάβο, εδώ κάτου. Ο αγρότης εστάθη ως να εζήτει λόγους διά να πεισθή αυτός, πείθων και τους άλλους· είτα επανέλαβε με αμυδράν αστραπήν ευθυμίας εις το όμμα·Και είχατε τίποτε φόρτωμα μες το καΐκι; Ο έμπορος, του οποίου την πληγήν ήνοιγεν η ερώτησις, έσπευσε μετά βαθέος στεναγμού ν' απαντήση·

Εκαφχιώταν πια πως ημπορούσε, ακούς, να κατεβή τα μεσάνυχτα στης Τσάτουμας κάτου τον τράφο, όπου κρατούν ξωθιές και καλομοίρες. Κ' ημπορούσε να πάη σε κάθε βαλτερόν τόπο, και σε κάθε λαγκαδιά, που κρατούν αερικά και κακά ζιζάνια. Να τα βγάλη στο σβίδο, να παλέψη άφοβα κι αντρειωμένα μαζί τους.

Είπε κι' αμέσως τίναξε μια κονταριά πιδέξια, και βάρεσε έναν αρχηγό και του Αινεία βλάμη, το γιο του Πέργασου Δηκό, που τον τιμούσαν ίσα 535 οι Τρώες σαν του βασιλιά τους γιους, γιατί παράξος είταν στων πρώτων τη σειρά να πολεμάει και σφάζει κατάσπιδα τον βάρεσε, κι' ανόφελη η ασπίδα φάνηκε τότες, τι ο χαλκός τη διαπερνάει και μπαίνει στα κάτου μέρη της κοιλιάς τρυπώντας το ζουνάρι.

Δυο μεγάλες βαθιές ποταμιές, που κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ψηλά, ζώνουν τον μαχαιροκομμένο κοκκινόβραχο που βαστάει το χωριό μας απάνου του. Από το φρύδι του βράχου, που χάσκει ομπρός κάτου γκρεμός φοβερός κι άβυσσος άπατη, αρχίζουν τα σπίτια του χωριού άσπρα άσπρα κι αραδιασμένα τον ανήφορο τόν' απάν' από τάλλο, σα σκαλοπάτια, ως την κορφή.

Φορές φορές, ύστερα από τη βουή που εκύλαε σπορίζοντας το κάθε κύμα, ενιώθαμε να τραντάζη ολόβολο το σπίτι κάτου από τα πόδια μας. Απάνουθε πάλι ο Ταΰγετος εκατέβαζε κύματα τ' ανεμόχολο. Ετάραζαν τα γιαλιά στα παράθυρα. Εκουφοσφύριζε ο άνεμος στα κλαδιά της μεγάλης μουριάς. Εβογκούσε κ' εγύρεβε να ξεριζώση τις τζαμόπορτες της μπασιάς.

ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Και μολαταύτα εγώ γλύτωσα. . . Ά! να είσαστε κει πέρα, τη φοβερή εκείνη στιγμή, θα νομίζατε πως όλες οι τρύπες της κόλασης ανοίξανε για να θάψουνε τον κόσμο κάτου από τη φλόγα, πως μας πέσανε κατακέφαλα χίλιες χιλιάδες κεραυνοί, πως μαζευτήκανε γύρο μας όλα τα δαιμονικά και τραβούσανε τις στέγες, και ξεκαρφώνανε τα σίδερα, και λύνανε τους αρμούς από τις μηχανές, πως όλ' οι αγέρηδες τρέξανε κει με τα πιο στριγγά σφυρίγματα τους, πως τα κοράκια όλου του κόσμου μαυρίσανε για μια στιγμή τον ουρανό κρώζοντας θανατερά. . . Πάει το μηχανοστάσιο κ.

Νύχτες εννιά δε μ' άφιναν, μον πλάγιαζαν τριγύρω 470 φυλάγοντας με τη σειρά, δίχως στιγμή να λείψει φωτιά, μια κάτου απ' της αβλής τις αψηλές κολόνες, άλλη στο πρόσπιτο, μπροστά στου γιατακιού την πόρτα.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν