Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Στην αντίθετη όχθη, κει που θα βρίσκωνται οι ιππότες του Βασιληά Αρθούρου, θα την περιμένετε. Δίχως άλλο, θα μπορέστε βέβαια να την βοηθήστε. Η κυρία μου φοβάται την ημέρα της δίκης: μολαταύτα έχει εμπιστοσύνη στην καλωσύνη του Θεού, που την επήρε άλλοτε από τα χέρια των λεπρών». — Γύρισε στη Βασίλισσα, ωραίε γλυκέ φίλε Περινίς. Πες της ότι θα κάνω το θέλημά της».

Από τις μυριάδες που γράφηκαν τώρα κ' εξήντα χρόνια, σκύψε και μάζεψε απ' όπου θέλεις. Θα βρης εννιακόσους εννενήντα στους χίλιους ή αδούλευτους στίχους, ή μισοδουλεμένους, ή δουλεμένους, μα δίχως το στερνό στερνό «λούστρο ». Τι βγάζουμε και με τούτο; Πώς δεν πονεί τίποτις άλλο, δε θυσιάζεται για τίποτις άλλο ο Ρωμιός παρά για το δικό του, εκείνο δηλαδή που φαντάζεται πως είνε δικό του συφέρο.

Είπε και πρόθυμα άκουσε ο καστανός Μενέλας, και ξεκινάει να πάει, καθώς λιοντάρι αφίνει στάνη σαν κουραστεί ερεθίζοντας σκυλιά και παλικάρια, 659 που όλη τη νύχτα ξάγρυπνοι φρουρούν αρματωμένοι, 660 και το λιοντάρι θέλοντας να φάει βοϊδήσο πάχος χοιμάει, μα δίχως όφελος, τι από βαριές χερούκλες όπλα πολλά του πέφτουνε και κούτσουρα αναμένα στα μάτια ομπρός, που μ' όλη του την προθυμιά το σκιάζουν, και πια αλαργέβει την αβγή με σπλάχνα πικραμένα· έτσι έφεβγε απ' τον Πάτροκλο κι' ο θαρρετός Μενέλας 665 πολλά άθελα, γιατί έτρεμε μην τον αφίσουν όλοι σκυλιών ξεσκλίδι, αν πανικός ακράτητος τους πιάσει.

Και τ' άλλα φύλλα, βλέποντας εκείνο με ποια γαλήνη ξεκίνησε, φρόντισαν να πεθάνουν σύμφωνα με την ενθύμησή του. Δίχως τη βοήθεια του ανέμου, αποχαιρετώντας το κλαδί και σταματώντας για μια στιγμή στον αέρα, σαν πουλί που ζυγιάζει τα φτερά του, έπεφταν με κίνημα άξιο των ψυχών που γνώρισαν το Μοιραίο και δεν έχουν γελαστή. Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια κατεβαίνουν να πιουν στην κελαϊδούσα ρεματιά.

Έτρεχε τότες από πόλη σε πόλη, παρηγορούσε φτωχούς, παρακινούσε πλούσιους να βοηθούνε τους πεινασμένους, και δίχως να κοιτάζη θρησκείες τους ανακούφιζε όλους και με λόγια και μ' έργα.

Ξηρές κι ολόγυμνες η κορυφές τούτες, δίχως κλαρί, δίχως φυτιά, σαν καψαλισμένες από την πολλή μπαρούτη που κάηκε απάνω τους, ερροδοβάφοντο, σα να κοκκίνιζαν παρθενικά στα φιλήματα του ερωτεμένου ηλιού, σα νάνοιωθαν κάποια ζωή νιότικη μέσα τους, σα νάθελαν να δείξουν ότι ποτέ δε γεράζουν τα βουνά ταύτα, ότι χτυπάει μέσα τους πάντα λεβέντικη καρδιά κι ανυπόταχτη, και βράζει μέγας θυμός κι απάτητος.

Όμως για να λογαριασθή και γίνη τελεία η αίσθησις αυτή θέλει κάποια μορφή εξαιρετικού περιβάλλοντος. Δίχως αυτό σβύνει από μαρασμό ή ναρκώνεται. Θυμάσαι το αξιολάτρευτο εκείνο κομμάτι, όπου ο Πλάτων περιγράφει πώς ο νεαρός Έλλην πρέπει ν' ανατρέφεται και τόσον επίμονα εξετάζει τη σπουδαιότητα του περιβάλλοντος.

Τώρα πρέπει να βγη το ψωμί όπως όπως. Θα πης, και τι να σου κάμη λαός που φορτώνεται πεθαμμένη γραμματική που χρειάζεται ζωή αλάκερη να τη μάθης! Θάμα είναι κι αυτό που σου κάμνει. Θάμα που έχουμε πέντ' έξη νομάτους στη χώρα και μας γράφουν την κορακίστικη δίχως να μας φέρνουν ανέκατο... Τάχα λες πως όλοι θα γίνουμε μια μέρα σαν κι αυτούς τους πέντ' έξι; Σπολλάτη!

Για τούτο κι ο Ψυχομάνης, ο πιο βαρυποινίτης αφτός κι ο πιο άγριος κι αχόρταγος αναμεταξύ μας, είχε τη φουβού και το τεζάκι στο Ένα . Ωφελιόταν σημαντικά από μας τους άλλους, που μας ρούφαε σα γιδοβύζι το αίμα, δίχως να βγάνουμ' άχνα από το φόβο μας. Σαν τον αποτράβηξε στην αγκωνή παράμερα, κάτι του είπε ο Ψυχομάνης σιγά.

Κι όταν από όλ' αυτά έγιναν πιο ζεστοί και πιο ζωηροί, αρχίζουνε να μαλώνουνε σαν ερωτευμένοι και σε λίγο κατάντησαν και στους όρκους. Ο Δάφνης λοιπόν, αφού πήγε κάτω από το πεύκο, ορκίστηκε στον Πάνα να μη ζήση ποτέ μονάχος μήτε μια μέρα δίχως τη Χλόη. Κ' η Χλόη αφού μπήκε στη σπηλιά ορκίστηκε στις Νύμφες, ότι θα ζήση και θα πεθάνη μαζί με το Δάφνη.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν