Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Τους ιστορούσε κάποτες ή τους περγελούσε ο Φιλόστρατος, ο Δίωνας, ο χαριτωμένος ο Λουκιανός. Μα πού να ξολοθρέψουν τόσα θεριά δυο τρεις άνθρωποι! Κατάντησε τη χώρα όλη να τη μαυροσκεπάσουν ταμέτρητά τους κοπάδια! Ύστερ' από τους Ρωμαίους τους μεγιστάνες, αυτούς προσκυνούσανε στα Ολύμπια. Όλος ο πλούτος στα χέρια τους καταστάλαξε, αφού λέξη δε βγάζανε δίχως βαρειά πλερωμή.

Σε τέτοιο αίτιο και πρέπει κ' εύλογο είναι να κολλήσουμε το κατόρθωμα εκείνο του Δεξίππου, που μέσα στην ερημιά της Ελληνικής ακαμωσιάς σαν είδος όαση φανερώθηκε και μας δρόσισε με κάποιον ηρωισμό. Η ανάγκη, που χανόντανε δίχως να φανή Ρωμαίος και να τους συντρέξη, κι όχι τα κλασσικά τα λόγια του Δεξίππου, όπως λένε, τους ξύπνησε τότε μερικούς Αθηναίους.

Δεν της ήρθε στο νου πως μπορούσε κάτι να μου κρύψη, δε στοχάστηκε πως η αγάπη, άδικα ή όχι, τρομάζει με το παραμικρό· δεν είπε μέσα της, όταν έλαβε το γράμμα· «Θα λυπηθή ή δε θα λυπηθή να του το δώσωΤο διάβασε δίχως να το ξεσκίση, το φύλαξε ως το βράδυ· δεν της είταν αδιάφορο το γράμμα.

Να διαβούν στο χασάπικο δίπλα, να βγουν στη μικρή πλατεία. Μια κάποια χάβνωση, μια αποκορωμάρα από το θέαμα που ξετυλίχτηκε μπροστά τους· η ανάγκη να στομώσουν την αχόρταστή τους περιέργεια, ταποσβόλωσε τόρα τα χωριατόπουλα. Δίχως να βγάνουν τσιμουδιά, δίχως άχνα ναφίνουν την πήραν ξοπίσω. Πάπαλα, χαζά, ζεβιδωμένα, παράλυτα. Απλώθηκαν γύρω της· την περικύκλωσαν.

Τώρα αφού ο χάρος πλάκωσε και πια δεν έχω ολπίδα, 300 έτσι ας μην πέσω σα ραγιάς δίχως τιμή, μα ας δείξω 304 καν άξια πριν παλικαριά που να βουήξει ο κόσμος305

Αν και δεν πιστεύω πως θε να 'πεθάνω, αν και μες 'στο άνθος ήμαι της ζωής μου, διαθήκη όμως σκέπτομαι να κάνω, για να μη με τύπτη η συνείδησίς μου. Ποιος γνωρίζει τάχα τι του ξημερόνει! ενώ πας 'στο δρόμο 'ξένοιαστος . . . τι φρίκη! άμαξα ή κάρο σε καταπλακόνει, κι' έτσι ξεμπερδεύεις δίχως διαθήκη.

Και τότες δάκρια χύνοντας απολογιέται η Θέτη «Αχ γιε μου, τι σ' ανάθρεφα τον πικρογεννημένο; Ας ζούσες δίχως καν καημούς και δάκρια στα καράβια, 415 αφού κοντέβει η ώρα σου, πολύ μακριά δεν είναι. Μον τώρα πιο λιγόζωος και πιο πικρός απ' όλους μούγινες. . . θάτανε η στιγμή κακή σα σε γεννούσα.

Φαριά αν ρωτάς, να κάτου εκεί στο ριζοβούνι στέκουν της Ίδας, άξια να με παν από στεριά και κύμα. Ήρθα εδώ τώρα ως στο βουνό για σένα, τι δε θέλω να μου θυμώσεις ύστερα, αν έτσι, δίχως λέξη, 310 μισέψω ως πέρα στ' άπατου του Ωκιανού τον πύργο

Μα δίχως καν το χώμα μας να κηλιδώση αίμα, ειρήνης γλυκόχάραγμα 'στο έθνος μας εφάνη, και μόλις έβγαλα κι' εγώ το τουρκομάχον στέμμα, ευθύς εστεφανώθηκα με νυμφικό στεφάνι. Επέταξα τα όπλα μου, σπαθί, σκελέα, σάκκο, και σαν τρικούβερτος γαμπρός εφόρεσα το φράκο.

Ήταν τα στριφογυρίσματα του κλειδιού της πόρτας του σπιτιού και τα πατήματα του Λάμπρου και της Βασίλως, οπώφευγαν από τα χώματά τους δίχως μιλιά, δίχως δάκρυα. Ο δρόμος, λιθοστρωμένος κάπου κάπου από τον καιρό τ' Αλήπασ' ακόμα, ακολουθάει την ποταμιά κι ανεβαίνοντας κατά τη Λάκκα πέφτει μέσα στα βάθη των Στενών του Σουλιού.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν