Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Και βγάζανε οχ τον πόλεμο το γέρο τα γοργά του τα ζα δρωμένα, και μαζί το στρατηγό Μαχάο. Εκεί τον είδε κι' ένιωσε το γέρο ο Αχιλέας, τι έστεκε ομπρός στ' απλόκοιλου τρεχαντηριού την άκρη 600 θωρώντας τη βαριά δουλιά και τ' άχαρο κυνήγι· και κράζει εφτύς τον Πάτροκλο να βγει ναν του μιλήσει. Κι' εκείνας μόλις άκουσε απ' την καλύβα μέσα, βγήκε σαν Άρης... μα κακού αρχή είταν ναν του γίνει.

Να ζήσης φίλε, κυρ Ταλιαπιέρα· Ευτυχισμένος καιρόν πολύ· Και πάσα νύχτα, και πάσα ημέρα Οχ τη ζωή σου να είναι καλή, Αφήτε, φίλοι, τη χασομέρια, Ανοίξτε στόμα, κι' απλώστε χέρια· Απλώστε πάρτε, κιαπέ βουτάτε Στο μέλι μέσα προμού να φάτε. Παιδί μου, κέρνα το ποτηράκι, Μη το γιομίζης, από λιγάκι. Δεν είν' του κράσου αυτό το αίμα, Πολύ να πιούμε· μον' είν' το πνέμα.

Χώρισαν τ' άλλα διο... ο ζυγός τους έτριζε... τα γέμια 470 μπερδέφτηκαν σα στρώθηκε τ' αποξινό στις σκόνες. Σ' αφτό όμως βρήκε εφτύς γιατριά ο άξιος Αφτομέδος· δεν τάχασε, μον σέρνοντας οχ το παχύ μερί του την κάμα, τρέχει τα λουριά και κόβει του Πηδάσου, κι' έτσι τ' αλόγατα έσιαξαν και μπήκαν στα λουριά τους. 475 Ξανά τότε όρμησαν οι διο μ' αμάχη ψυχοφάγα.

Ύστερα τρέχει και διο γιους του Βιά, το Λαογόνο 460 και Δάρδανο, οχ τ' αμάξι τους γκρεμίζει, τι τη σπάθα στον ένα μπήγει από κοντά, στον άλλον το κοντάρι. Τον Τρώα, τ' Αλαστόρου γιοαφτός του πέφτει ομπρός του στα πόδια, μην τον λυπηθεί και τη ζωή τ' αφίσει, 464 ο έρμος! :Μα δεν τόξερε πως άδικα λαλούσε, 466 τι δα απαλόκαρδη ψυχή και μαλακιά δεν είχε, παρά θεριού.

Μα εσένα εδώ αγιούπες θα σε φάνε. Ά δόλιε, πούταν και βοηθός δε σούρθε ο Αχιλέας; Το παλικάρι! πούμεινε στο πλοίο, μα να στείλει ήξερε εσένα μια χαρά, παχιά μιλώντας λόγια 'Λεβέντη... Πάτροκλε... αλογά... πριν μη γυρίσεις πόδα κατά τα πλοία οχ τη σφαγή πριν σκίσεις τα τσαπράζα 840 στου Έχτορα τ' αντροφονιά τα ματωμένα στήθια. Έτσι θα σούπε, κι' άμιαλε, τον άκουσε ο μιαλός σου

Είπε, και σύγνεφο άνηλιο τον σκέπασε θανάτου, και πέταξε οχ τα στήθια του να πάει η ψυχή στον Άδη, κι' έκλαιε το μάβρο της γραφτό π' αφήκε αντριά και νιότη. Μα και νεκρό έτσι ο Αχιλιάς του φώναξε και τούπε «Ψόφα εσύ τώρα, κι' έπειτα ας μούρθει εμένα ο χάρος, 365 σα θέλει ο Δίας κι' οι λοιποί θεοί να μου τον στείλουν

Κι' οι άλλοι αθάνατοι θεοί κι' οι άντρες, καρωμένοι από βαθύ ύπνο μαλακό, κοιμούντανε όλη νύχτα· μα του Ερμή τ' αργοφονιά δεν του κατέβαιν' ύπνος, τι όλο λογάριαζε το πώς να βγάλει οχ τα καράβια 680 το γέρο Πρίαμο, κλεφτά απ' των φρουρών το λόχο.

Αντίθετά της τρέχει 20 κι' ο γιος του Δία, ο σκοπεφτής Απόλλος αφρισμένος ψηλά απ' το κάστρο, κι' ήθελε τους Τρώες να νικήσουν. Κι' έσμιξαν στην οξά σιμά, και πρώτος είπε ο Φοίβος «Τι ήρθες ξανά οχ τον Έλυμπο με τόση φρένια πάλι, του Δία κόρη, κι' η τρανή σε φτέρωσε καρδιά σου; 25 Ξέρω, ζητάς των Αχαιών μονοδοξάστρα νίκη να δώκεις· τι δα αν χάνουνται και Τρώες, δε σε μέλει.

Τα στήθια του από ολόβολο κοτρώνι ξαλαφρώσαν, Της αχνισμένης όψης του σφογγάει τον κρύον ίδρω, Παίρνει βαθύν ανασασμό μες οχ τα φυλλοκάρδια.

Πια ανάγκη, και πια χρεία, Έτζι αδιάντροπα κι' αχρεία Σε στενεύει να χουγιάζης, Κι' όλους μας να μας πειράζης; Δεν τηράς πως φορτωμένος Μετ' εσάς εγώ ο καϋμένος, Τι τραβώ και δοκιμάζω, Και παράπονο δε βγάζω; Πάρε καν παράδειμμά σου Οχ την ίδια συντροφιά σου, Που παράνω τυραγνιούνται, Και καθόλου δε γρηκιούνται.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν