Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Αφτός τότε έβγαλε πικρή σαΐτα οχ τη φαρέτρα και στη χορδή τη ζύγωσε· μα ενώ τραβούσε πίσω, στον ώμο ο Έχτορας σιμά, όπου χωρίζει η κλείδα λαιμό και στήθια κι' η πληγή είναι βαριά, εκεί πέρα 325 ενώ τον σκόπεβε, τ' αδρύ τού κάθισε κοτρώνι, κι' έσπασε ο χτύπος τη χορδή. Και του μουδιάζει η χέρα στη ρίζα, και στα γόνατα γκρεμίζεται και μένει, κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι.

Το ίδιο οι Τρώες αντικρύ τραβιούνται οχ τη σκοτώστρα τη μάχη και τ' αλόγατα ξεζέβουν απ' τ' αμάξα, κι' όλοι ίσα παν στη συντυχιά πριν καν φροντίσουν δείπνο. 245 Όρθιοι έκαναν τη συντυχιά στο πόδι, ουδέ τολμούσε κανείς να κάτσει, τι έτρεμαν π' άξαφνα ο Αχιλέας βγήκε στον κάμπο, και καιρό σπαθί δεν είχε αγγίξει.

Τότες πηδώντας κατά γης ο γέρος οχ τ' αμάξι, άφισε το Νιδιό όξω κει, που πρόσμενε βαστώντας 470 τα ζαμουλάρια κι' αλόγακι' ολόϊσα ατός του κάνει για την καλύβα όπου ο γοργός καθότανε Αχιλέας.

Σύρε, κι' εγώ στον Πρίαμο μηνάω πως στα καράβια να πάει το λατρεμένο του παιδί να ξαγοράσει με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' ΑχιλέαΈτσι είπε, κι' άκουσε η θεά, η Θέτη η λεφκοπόδα, 120 κι' οχ του Ελύμπου τις κορφές κατέβηκε πετώντας, και στην καλύβα απέ έφτασε του γιου της.

Έφευγε κι' ακόμα έφευγε σαν ίσκιωμα, χωρίς ν' απολογηθή στο ευγενικό προσκάλεσμα, αφίνοντας οχ πίσω του μοναχά το γλυκό λάλημα του κυπριού του μουλαριού του « τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... »

Το Γουρούνι απ' όλα τ' άλλα Με σκουξίματα μεγάλα Να χτυπιέται δε σιγάει Και τον κόσμο τρικυμάει· Οχ το βάρος κουρασμένο, Και καταγαναχτησμένο, Το Ζοντόβολο γυρίζει, Και παρόμια τ' ονειδίζει· Άτζαλο Γουρούνι, αλήθεια, Τι είν' αυτή η κακή συνήθεια· Μια στιμή να μη τζωπαίνης, Και τ' αυτιά μας ξεκουφαίνεις.

Και μπήγει εφτύς το κλάμα και κράζει με ξεφωνητά σ' όλη τη χώρα κάτου «Άντρες γυναίκες, τρέξτε εφτύς τον Έχτορα να δείτε... Πασίχαρι αχ τον βλέπατε σα γύριζε οχ τη μάχη 705 σ' άλλους καιρούς, τι του λαού χαρά 'ταν και καμάριΕίπε, κι' αφτού δεν έμεινε ψυχήγυναίκα ή άντραςστη χώρα, τι όλους έπιασε αβάσταχτη σα λύπη, μον παν τους σμίγουν στο πορτί με το νεκρό στο κάρο.

Και σταίνοντας τριχαντηριού μαβρόπλωρου κατάρτι πέρα στους άμμους, έδεσε με σπάγγο οχ το ποδάρι δειλή τρυγόνα, κι' είπε ομπρός! να πάρουν τις σαΐτες. 854 Τότες γοργά σηκώθηκε ο δοξασμένος Τέφκρος, 859 σηκώθηκε κι' ο σύντροφος του Δομενιά ο Μηριόνης. 860 Και παίρνουν σείνουν τους λαχνούς μες σε χαλκένιο κράνος, κι' ο Τέφκρος πρώτος έλαχε.

Εσύ στιγμή να λείψης Μαραίνεται όλη η φύση. Νεκρόνει πάσα χτίση Το παν διαλίεται, σβίει. Το δυνατό σου χέρι Νομοθετάει, μορφόνει, Τον κόσμον εμψυχόνει, Κινεί και κυβερνάει. Εσύ 'σαι που λαμπρύνεις Των Ουρανών τους θόλους Με τους αχτινοβόλους Αστέρες φωτεινούς. Της θάλασσας τα βάθη Μακριά οχ τ εσέ δε μνίσκουν, Και η στερριαίς ευρίσκουν Ζωής αναπνοή.

Έπειτα ορμάει τον άρχοντα να πιάσει γιο του Πείρου, το Ρίγμο, π' οχ την καρπερή ότι είχε φτάσει Θράκη, 485 και μια του δίνει π' ο χαλκός μες στην κοιλιά του μπήκε, κι' ήρθε απ' τ' αμάξι ανάποδα. Μα και του παραγιού του Αρήθου, ενώ τα διο φαριά προσπάθαε να γυρίσει, του κάθισε μια κονταριά στη ράχη, κι' οχ τ' αμάξι έπεσε χάμου κι' έφυγαν τα ζα του σαστισμένα.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν