Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Κι' αμέσως μια σαΐτα ρήχνει γερή, μα ξέχασε να τάξει και του Φοίβου πως ένα πλήθος πρώιμα αρνιά θα σφάξει στο βωμό του. Έτσι δεν τόβρε το πουλί, τι αφτή τη χαρή ο Φοίβος 865 δεν τούκανε, μόνε χτυπάει σιμά σιμά στο πόδι το σπάγγο οπούταν το πουλί δεμένο οχ το κατάρτι. Κι' αφτή πετάει μεσούρανα, κι' ο σπάγγος κατεβαίνει 868 στη γης. Και χούγιαξε ο στρατός.

Σε λιβάδια που η φύσι Πλούσια είχε θησαυρίση ίσκιους, χλόαις, κλαριά, χορτάρια, Δροσερά νερά καθάρια, Μια Φοράδα ηληκιωμένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της Ν' αναθρέφη το παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του.

Και βγήκε, κι' οχ το λιακωτό τότ' άρχισε να διώχνει με τις βλαστήμιες τις βρισές όλους τους Τρώες όξω «Όξω, ασυνείδητοι, άτιμοι!

Είπε, και κάτου η Ίριδα κινάει οχ τις ραχούλες της Ίδας, και στον Έλυμπο ναν τους το πει ανεβαίνει. 410 Κι' εκεί στου μυριολόγγωτου βουνού τα πρωτοπόρτια τις βρήκε και τις σταματάει, και λέει το τι είπε ο Δίας «Πού τρέχετε; σαν τι λωλιά σας μπήκε στο κεφάλι; Μην τύχει, λέει του Κρόνου ο γιος, και Δαναό βοηθήστε.

Μηδέ τα φύλλα βρήκε 120 σφιχτοκλεισμένα του πορτιού μήτε βαλτό το σύρτη, Μον τα κρατούσανε ανοιχτά, μήπως γλυτώσουν ίσως κάνα συντρόφι πούτρεχε οχ τη σφαγή στα πλοία.

Αιφνίδια βγαίνουν οχ τη γη ανάποδα στο σχήμα· Απ' όσα ζιούν εις τη στεριά, ή κολυμπάν στο κύμα, Πλατζιουκωτά, αστηθόστομα, με κοκκαλένια ράχη, 595 Με διο ψαλίδες ομπροστά, με μάτια οχ το στομάχι.

Πώς και πετάμενων πουλιών αμέτρητα κοπάδια, κύκνοι λεφκοί μακρόλαιμοι για γερανοί για χήνες, 460 γύρω απ' του Κάϋστρου τα νερά, μες στ' Ασινό λιβάδι, καμαρωμένα εδώ κι' εκεί πετούν φτεροκοπώντας, και το λιβάδι απ' τις φωνές βουήζει σαν καθίζουν· έτσι έθνη χύνουνταν πολλά κι' αφτών οχ τις καλύβες στον κάμπο το Σκαμαντρινό, κι' η γης βροντοβολούσε 465 κάτου απ' τα πόδια, σκιαχτερή κι' αφτών και των αλόγων Και στέκουν στο Σκαμαντρινό ανθόστρωτο λιβάδι, χιλιάδες, σαν της άνοιξης τα λούλουδα και φύλλα.

Και αφού η τύχη σου η σκληρή Τη σήμερο σε υστερεί τα πρώτα δώρα, Μικροί, μεγάλοι αρχινάν Τελείως να σ' αλησμονάν, να μη σε ξέρουν. Σε ταύτο ως πράμμα φανερό, Να ειπώ το όχι, δεν μπορώ. μόνε σου λέγω, Πώς έχεις άδικο πολύ Να δείχνεις κάκητας χολή κατά του κόσμου. Καλοστοχάσου το, κι' ευθύς Σωστά θα πληροφορηθής, πως οχ την τύχη, Να παραπονεθής μπορείς, Οπού σε άφηκε χωρίς χρυσό σαμάρι.

Μα άξαφνα ακούει ξεφωνητά οχ το τειχί και κλάψες, και της λυγούν τα γόνατα, πέφτει η βελόνα χάμου. Κι' αμέσως φώναξε ξανά στις λυγερές της σκλάβες «Γλήγορα, ελάτε διο μαζί, να δω γιατί η αντάρα. 450 Κλάμα άκουσα της πεθεράς, κι' εμένα μες στα στήθια τρέμει ως στο στόμα μου η καρδιά και με παγώνει ο φόβος.

Εξοπίσω πάει ατός του Και το Γάιδαρον ομπρός του Για να μην αργοπατάη, Με το ξύλο τον χτυπάει· Και το δόλιο το Γομάρι Γληγορεύει το ποδάρι, Κι' αγωνίζεται με γνώση Της ξυλιαίς για να γλυτρώση. Τα διο πρόβατα, σα ζώα Απονήρευτα κι' αθώα Δεν τηράν παρά να σώσουν Κι' οχ τον κόπο ν' αλαφρώσουν.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν