Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Μα να! μ' ασπίδα σαν πυργί προβάλνει ο Αίας δίπλα 485 και στέκει· τότε εφτύς φεβγιό άλλοι απ' αλλού οι Δαρδάνοι. Τότε ο Μενέλας τούπιασε το χέρι και τον βγάζει οχ τη σφαγή, ως που ζύγωσε ο παραγιός με τ' άτια.
Τι μια κοτρώνα μυτερή τον πήρε στο δεξύ του αστράγαλο, απ' τον αρχηγό ρηγμένη των Θρακώνε, τον Πείρο, πούρθε οχ την Αινό, βλαστάρι του Νιμπράσου. 520 Ως πέρα πέρα τ' άπονο λιθάρι τα διο νέβρα τούσπασε και τα κόκκαλα, κι' ανάσκελα στο χώμα έπεσε απλώνοντας τα διο τα χέρια στους συντρόφους, και ξεψυχούσε.
Είπε, και μάβρο σύγνεφο τον σκέπασε θανάτου, 855 και πέταξε οχ τα στήθια του να πάει η ψυχή στον Άδη, κι' έκλαιε το μάβρο της γραφτό π' άφηκε αντριά και νιότη. Μα και νεκρό έτσι ο Έχτορας του φώναξε και τούπε «Πάτροκλε, τι μαντολογάς και τι μου ψέλνεις χάρους; Πιος σ' τόπε αν δε θα πάει κι' ο γιος της Χρυσομάλλως Θέτης 860 στον τάφο πριν, από σκληρό χαλκό μου τρυπημένος;»
Ή δε θυμάσαι όταν ψηλά σε κρέμασα κι' αμόνια διο σούδεσα στα πόδια σου και σούσφιξα τα χέρια μ' άσπαστη ολόχρυση τριχιά, κι' εσύ έτσι κρεμασμένη 20 έμενες μες στο λιόφωτο και στ' ουρανού τα γνέφια; Και στο τρανό βουνό οι θεοί βαρυγομούσαν όλοι, μα δεν τολμούσαν και κοντά να παν και να σε λύσουν, τι όπιον αρπούσα τίναζα οχ το κατώφλι κάτου, κι' εκείνος έφτανε στη γης με την ψυχή στο στόμα.
Κι' όντας διαγύρης από εκεί, φέρε κλαρί οχ' τη Λάκκα Και πάχνη από τον Ζάλογγο και χώμα από το Κούγκι, Το μνήμα να στολίσουμε του γέρου πολεμάρχου. Θ' αναγαλλιάση, απάνω του σαν θα τα νιώση ο Μήτρος. Και δεν θα του φανή βαριά η αραχνιασμένη πλάκα. Θα λέη πως μέσ' το Σούλι του τ' αγαπητό κοιμάται, Και θα ονειρεύεται γλυκά της νειότης του τα χρόνια
Ο Ψωμοφάγος Βασιλιάς, οπού σε πάσα τάξη Μικρούς, μεγάλους έκαμε καθένας να τρομάξη, Το Φουσκομάγουλο απαντάει· ανάφτει οχ το θυμό του, Και το κοντάρι εζύγιασε ενάντια στον οχτρό του.
Και τι άλλο οχ το μαχαίρι Του αφέντη μου το χέρι 1160 Καρτερώ για να μου δόση, Οπού να με ξεφορτόση; Αν φωνάξω δε σου φταίγω, Άφινέ με καν να κλαίγω, Κι' ως μπορώ να ξεθυμάνω, 1165 Επειδή και θα πεθάνω. Ο φρόνιμος, και ο γνωστικός, Παντού υπομονετικός, Της τύχης την καταδρομή Ποτέ δεν παίρει με ορμή· 1170 Αλλ' υποφέρει τα δεινά Με μέτρα γνώμης ταπεινά.
Εγώ το νου τού κάρωσα βαθύς χυμένος γύρω, και για το γιο του εσύ έβαλες κακούς σκοπούς στο νου σου κι' άγρια στο κύμα στέλνοντας ανεμοζάλη, ως πέρα στην πλούσια Κο τον έσπρωξες, αλάργα απ' τους δικούς του. 255 Κι' άξαφνα ο Δίας ξύπνησε, κι' απόπαιρνε χτυπούσε μες στην αβλή όλους τους θεούς, μα εμένα πιο ζητούσε, και θα με τίναζε άφαντο στο κύμα οχ τα ουράνια, η Νύχτα αν των θεών κι' αντρών δε μ' έσωζε η νικήτρα.
Κι' ο Αχιλέας πλάγιασε στης στερεής καλύβας το βάθος, κι' η ροδόθωρη Διομήδα στο πλεβρό του, του Φόρβα η κόρη, πούφερε οχ το νησί της Λέσβος. 665 Στην άλλη κόχη πλάγιασε κι' ο Πάτροκλος, και δίπλα είχε κι' αφτός την Ίφισσα τη μυριοστολισμένη, που του Πηλέα ο άξιος γιος του χάρισε σαν πήρε την πολιτεία του Ενιά, τη βραχωμένη Σκύρο.
Κι' έτρεχε πια το αίμα της τ' αθάνατο, ο νιχώρας, τέτιος που τρέχει απ' τους θεούς τους μυριοβλογημένους, 340 γιατί δεν πίνουν φλογωπό κρασί, δεν τρώνε στάρι, κι' είναι για κείνο αναίματοι κι' αθάνατους τους λένε. Κι' έρηξε αφτή με τις φωνές το γιο της οχ τα χέρια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν