Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Απαρατάω το ραβδί, κρεμάω τον αραγό μου, Την κόρη αρπάζω οχ' τα μαλλιά, και την φιλώ 'ς τα χείλια. Κ' έβαψαν και τα χείλια μου. Βοσκαρούδικα κοπέλλια, έτσι η στάνες να πληθύνουν, Να προκόψουν, να χιλιάσουν τα καλά σας τα κοπάδια, Πέτε, αυτό το μονοπάτι πού να πάη, γιατ' είμαι ξένος. — Στο Παλιόκαστρο, διαβάτη. — 'Σ τα Χαλάσματα ψηλά. — Τώρα σούρπωσε, νυχτώνει, πού θα περπατάς μονάχος;
Και στη σειρά σα στάθηκαν, την άκρη ο Αχιλέας ορίζει, κι' οχ τη μάννα αφτοί χοιμούνε.
Μα πια το κλάμα ο θεϊκός σα χόρτασε Αχιλέας, 513 τότες σηκωθή οχ το θρονί, και σήκωσε απ' το χέρι 515 το γέρο — τ' άσπρα του μαλλιά πονώντας, τ' άσπρα γένια — και με φωνή ήμερη του λέει διο φτερωμένα λόγια «Α δόλιε, ναι πολλά η ψυχή σούπιε πικρά φαρμάκια!
Έπειτα χάμου εφτύς πηδάει οχ το πανώριο αμάξι γοργάλαφρος, και στο ζυγό το καμοτσί του γέρνει. 510 Μηδέ έχασε ώρα ο Στένελος, μον τα βραβεία αμέσως αρπάει, και σ' άξιους παραγιούς νια και τριπόδι δίνει μέσα ναν του τα παν, και λει τ' αλόγατα απ' τ' αμάξι.
Τότες του λέει ο φυλαχτής αφέντης γιος του Δία «Τώρα καρδιά! τι τέτιο δες βοηθό οχ την Ίδα ο Δίας να σε προσέχει σούστειλε και δίπλα σου να στέκει, 255 το Φοίβο εμένα, φυλαχτή του Δία γιο, που πάντα κι' εσένα σώζω ως σήμερα και τ' ορθωμένο κάστρο.
Πάλε χοιμάει στον ποταμό αχόρταγος να σφάξει, κι' ομπρός να! το Λυκά θωράει, του γέρου γιο Πριάμου, ενώ οχ το ρέμα ξέκοφτε, τον ίδιο πούχε πιάσει 35 κι' άλλη βολά πριν άξαφνα στο γονικό του χτήμα, που νιόκλαρα βελανιδιάς με το μπαλτά μια νύχτα πήγε να κόψει κι' άμαξας ροδόγυρους να φτιάσει, μα εκεί αναπάντεχο κακό του βγήκε, ο Αχιλέας.
Είπε, και με το χέρι του στριφοκλωθάει και ρήχνει 130 οχ τα ουράνια τη Λωλιά, κι' αφτή σε λίγο φτάνει ως στα μετόχια των θνητών. Αφτή θυμούνταν πάντα και στέναζε, όταν έβλεπε το λατρεμένο γυιό του που τον βασάνιζε ο Βρυστιάς και δούλεβε σα σκλάβος.
Τρόμαξε τότε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος, αίμα σαν είδε μελανό οχ την πληγή να τρέχει· τρόμαξε ακόμα κι' ο γερός παλικαράς Μενέλας. 150 Όμως σαν είδε τ' άντερο απ' όξω και τ' αγκίδια, μέσα η καρδιά συνέφερε στα στήθια πίσω πάλι.
Τι είπα δα εγώ πως οι Αργίτες 165 δε θα βαστάξουν την ορμή και τ' άπιαστά μας χέρια· μα τώρα αφτοί σα μέλισσες, που απάς στο μονοπάτι — ή σφήκες παρδαλόκορμες — φωλιάζουν, μηδ' αφίνουν στιγμή τις βαθουλές φωλιές, μον στέκουν και κεντρώνουν τους κυνηγούς τους, θέλοντας να σώσουν τα μικρά τους· 170 έτσι κι' αφτοί, κιας είναι διο, οχ το πορτί δε θέλουν να τραβηχτούν, πριν πέσουνε ή πριν ξαπλώσουν άλλους.»
Τι η Ήρα φέβγει τρέχοντας οχ του βουνού την άκρη και στ' Άργος κουβαλιέται εφτύς, που τ' άρχοντα Στενέλου, 115 γιου του Περσέα, εκεί ήξερε τη λυγερή γυναίκα. Αφτή είχε αγόρι στη κοιλιά εφτά μετρώντας μήνες, κι' όξω στο φως τής τόβγαλε, κι' εφταμηνίτικο έτσι, και της Αλκμήνης σταματάει τη γέννα και τους πόνους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν