Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Κι' οχ το φόβο μη του φύγη Αν τα φέρη αυτός τη γύρα, Εστοχάστη στο κυνήγι Ν' αποκλείση πάσα θύρα. 320 Στην κορφή οχ τον καθρέφτη Απηδόντας ανηβαίνει· Της κοιλιάς καβάλλα πέφτει Και του λόγου του συσταίνει· Διο απέδω, διο απέκει 325 Τα ποδάρια του κρατάει· Με μεγάλην έγνια στέκει, Μουλυχτά παραφυλάει.
Τούνιωσε τότε η αντρικιά καρδιά — και τούρθε σύγκρια — το θεϊκό το δάχτυλο, πως κάθε μάχης τέχνη 120 του χάλναε ο Δίας κι' ήθελε τους Τρώες να νικήσουν. Τότε έτσι ο Αίας κώλωσε οχ τα κοντάρια πίσω, κι' εκείνοι ακούραστη φωτιά στο σπαθωτό καθίζουν σκαφί· και φλόγα απάνου εφτύς του χύθηκε ρημάχτρα. Σαν έτσι τότρωγε η φωτιά.
Ο Δίας τότε με θυμό αστράφτει και βροντάει, Που ο Ουρανός εσείστηκε, η γη βαθιά αντηχάει· Μες τα στρατέματα η φωτιά οχ τα Ουράνια πέφτει, Αλλ' η ορμή των Ποντικών τελείως δεν ξεπέφτει. 590 Κυττάζει ο Δίας φοβερός την τόση αποκοτιά τους, Και στους Μπακάκους έστειλε βοηθούς από κοντά τους.
Οχ τι φωτιά ανυπόφερτη τα σωθικά μου παίρει, Τώρα που σε χωρίζομαι τι λαύρα που με δαίρει! Ζώντας εγώ να στερευτώ τα μάτια τα δικά της; Έβγα ψυχή μου κι' άφσε με νεκρό κορμί σιμά της! Σ' αφίνω υγιά χρυσό πουλί, για μένα μη δρακρύσης. Αν μ' αγαπάς και σου πονεί τον πόνο να φτουρήσης. Αν κλαίγω, εγώ μη κλαις εσύ, γιατί αν σ' ιδώ να κλάψης, Βάλε κυρά μου γλήγορα τον τάφο να μου σκάψης.
Κι' αποφασίζει μιαν αυγή ν' αφήκη τέτοιους τόπους, Να πάη να ζήση, ως άλλοτε, μαζή με τους ανθρώπους. Οχ το πουρνό λοιπόν αυτή σε σταυροδρόμι βγαίνει, Στον κόσμο φανερόνεται, στον κόσμο πάλι μπαίνει. Μόν εβουλήθη ολόγυμνη τα κάλλη κι' ωμορφιά της, Να δείξη δίχως σκέπασμα, ως ήταν μάθημά της. Θαρρούσε ακόμα σώζωνταν καθώς και πρώτα ωραία· Ωσάν και πρώτα ποθητή και ζηλεμένη νέα.
Νίκη όμως τρανή θα σου χαρίσω τώρα, αφού δεν έχει οχ τη σφαγή πίσω να πας, και μέσα να πάρει και να σου νιαστεί τα όπλα η Αντρομάχη.» Είπε, και το μαβρόσγουρο κουνάει κεφάλι ο Δίας. Και τέριαξε η αρματωσά στου Έχτορα το σώμα, 210 κι' Άρης φονιάς καταλυτής του μπήκε, και τα μέλη γιόμισαν δύναμη αντοχιά.
Έτσι είπε, και πατώντας τον τραβάει το χάλκινο όπλο οχ την πληγή, κι' ανάσκελα τον σπρώχνει απ' το κοντάρι. Κι' εφτύς το πήρε κι' έτρεξε κατά τον Αφτομέδο, αμαξολάτη ισόθεο του φτερωτού Αχιλέα, 865 τι του διψούσε τη ζωή. Μα αφτόν μακριά απ' τη μάχη τον έβγαζαν τ' αθάνατα γοργόποδα άλογά του, δώρα λαμπρά πούχαν θεοί δοσμένα στον Πηλέα.
Τα νιάτα ογλήγορα απερνάν τα γηρατιά πλακόνουν, Και τούτο μόν εφάνηκαν η χάρες τελειόνουν. Καλοί, αχαμνοί, που διάβαιναν, οχ το λαό κοντά της, Μηδέ επεριεργάζονταν καθόλου τη θωριά της· Κανείς δεν καταδέχονταν μηδέ να τη ρωτήση, Μόν βιαστικά το δρόμο του τηρούσε ν' ακλουθήση. Στέκει, η Αλήθεια καρτεράει, στην άκρα απορριμμένη, Σε καταφρόνεσι πολλή, ψυχρή και παγομένη.
Είπε ο θεός, και γύρισε ξανά στ' αντροπελέκι. Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη, κι' εφτύς γυρνάει τη συμπλοκή να δει, και βλέπει πέρα τον έναν π' άρπαε τ' άρματα, τον άλλον πούταν χάμου 85 στρωμένος κι' αίμας έτρεχε οχ τη βαθιά πληγή του· τότες περνάει χαλκόπλιστος των μπροστινών τούς λόχους φριχτά αλυχτώντα, ανέμποδος φωτιά σα φουντωμένη.
Κι' όταν έφτασε στου θεϊκού Δυσσέα το τρεχαντήρι, οπούκαναν τις συντυχιές και δίκες κι' οπούχανε και τους βωμούς χτισμένα των θεώνε, να! άξαφνα ομπρός του ο Βρύπυλος, του Βαίμου θεοπαίδι, από τη μάχη, στο μερί σαϊτολαβωμένος, 810 προβάλλει εκεί κουτσαίνοντας, και κρύος τούτρεχ' ίδρος κάτου οχ τα ραχοκέφαλα, κι' απ' τη βαθιά πληγή του ανάβρυζε αίμας μελανό, μα ο νους του βάσταε ακόμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν